Με μεγάλη επιτυχία πραγματοποιήθηκε η παρουσίαση του ιστορικού βιβλίου του Δρ. Δημητρίου Γκίκα, με τίτλο: «Η Ελλάδα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο: Ο ρόλος των Συμμάχων και των Δυνάμεων του Άξονα», που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις ΚΟΥΡΟΣ, με την ευγενική υποστήριξη του ΚΕΔΙΣΑ. Η εκδήλωση διεξήχθη στο Amalia Hotel, την Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2025. Ομιλητές ήταν: ο Σπυρίδων Κονιδάρης, (Αντιναύαρχος ε.α.), ο Δρ Κωνσταντίνος Γρίβας (Καθηγητής Γεωπολιτικής και Σύγχρονων Στρατιωτικών Τεχνολογιών στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων), ο Δρ Διονύσιος Τσιριγώτης (Αναπληρωτής Καθηγητής Νεότερης & Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς) και ο Συγγραφέας Δρ Δημήτριος Γκίκας. Συντονιστής της εκδήλωσης ήταν ο κ.Δημήτρης Τζιβελέκης, (Δημοσιογράφος και Διευθυντής Ενημέρωσης του Ρ/Σ ΑΘΗΝΑ 9.84).
Η Υφυπουργός Τουρισμού και Βουλευτής Ν.Δ. Νοτίου Τομέα Αθηνών, κ. Άννα Καραμανλή, η οποία έχει προλογίσει το βιβλίο απεύθυνε τον χαιρετισμό της τονίζοντας την σημαντική συμβολή του έργου του Δρ. Γκίκα στην διαφύλαξη της ιστορικής μνήμης. Επίσης, τόνισε τη μεγάλη σημασία της ιστορικής γνώσης η οποία μπορεί να μας ενώσει και να μας καθοδηγήσει για το μέλλον.
Η Συγγραφέας και Υπεύθυνη Δημοσίων Σχέσεων των Εκδόσεων ΚΟΥΡΟΣ, κ. Σταυρούλα Βενιέρη στον χαιρετισμό της μίλησε για το έργο και την προσφορά του Δρ Γκίκα, τονίζοντας την ιστορική του ακρίβεια, το βάθος της έρευνάς του και τον τρόπο με τον οποίο ζωντανεύει μέσα από τις σελίδες του τα γεγονότα, κάνοντάς τα προσιτά στον αναγνώστη.
Στον χαιρετισμό του, ο Ιδρυτής και Πρόεδρος Δ.Σ. του Κέντρου Διεθνών Στρατηγικών Αναλύσεων – ΚΕΔΙΣΑ, Δρ. Ανδρέας Μπανούτσος μίλησε για τον Δρ Δημήτριο Γκίκα και το σημαντικό του έργο. Στην ομιλία του ανέδειξε την συμβολή του συγγραφέα στη διατήρηση της ιστορικής μνήμης και της εθνικής αυτογνωσίας. Ανέφερε επίσης ότι το έργο του συγγραφέα είναι επετειακό καθώς συμπίπτει με τα 80 χρόνια από την λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και με τα 85 χρόνια από την είσοδο της Ελλάδος στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ τόνισε ότι το ΚΕΔΙΣΑ υποστήριξε την συγγραφή και την έκδοση του βιβλίου με στόχο την ανάδειξη της συμβολής της Ελλάδας στη Νίκη των Συμμάχων κατά του Ναζισμού και του Φασισμού.
Η παρουσίαση ξεκίνησε με τον Αντιναύαρχο ε.α. Σπυρίδωνα Κονιδάρη, ο οποίος τόνισε ότι το βιβλίο του Δρ. Δημήτρη Γκίκα είναι πολύ σημαντικό καθώς ξαναθυμίζει την συμβολή της Ελλάδας στη νίκη των Συμμαχικών Δυνάμεων κατά του ολοκληρωτισμού, του ρατσισμού και του σκότους. Το βιβλίο ανέφερε καταπιάνεται με μεγάλη αντικειμενικότητα τόσο αναφορικά με τις Δυνάμεις του Άξονα αλλά και με τον ρόλο των Συμμάχων μας πριν, κατά και μετά τον πόλεμο. Αναλύει τις ενέργειες διπλωματικών υπηρεσιών και την δράση των μυστικών υπηρεσιών των Μεγάλων Δυνάμεων, φίλων και εχθρών. Περιγράφει την ηρωική άμυνα κατά της Ιταλικής και της Γερμανικής εισβολής και την δοξασμένη Εθνική Αντίσταση στην κατοχή αλλά και τον αιματηρό εμφύλιο. Υπενθυμίζει το ΟΧΙ του δικτάτορα αλλά πατριώτη Μεταξά, ο οποίος δεν πήγε με τους ομοϊδεάτες του δικτάτορες αλλά με το συμφέρον της πατρίδας του.
Όπως τόνισε ο κ. Κονιδάρης, το βιβλίο καλύπτει αντικειμενικά τα αίτια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμεου, την αδυναμία της Κοινωνία των Εθνών, την παθητική στάση της Γαλλίας πριν τον πόλεμο και τις αναστολές της λόγω των όσων βίωσε η χώρα στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο συγγραφέας αναφέρεται στην στάση της Βρετανίας έναντι της Σοβιετικής Ένωσης που οδήγησε στην οριστικοποίηση της προσέγγισης Γερμανίας – Σοβιετικής Ένωσης με το Σύμφωνο Ρίμπεντροφ – Μολότωφ, με την Γερμανία να εισβάλει στην Πολωνία 8 μέρες αργότερα και τη Σοβιετική Ρωσία να έχει 22 μήνες να προετοιμαστεί μέχρι την Γερμανική εισβολή τον Ιούνιο 1941.
Για τον πόλεμο του 1940, ο συγγραφέας παραθέτει τις επιφυλάξεις των Ιταλών Στρατηγών για την επίθεση, λόγω ανεπαρκών δυνάμεων (είχαν 8, ζητούσαν 20 μεραρχίες) για την ορεινή Ήπειρο και μάλιστα χειμώνα. Όμως ο Ντούτσε άκουγε τους “σφουγκοκωλάριους” του. Αυτό όμως ουδόλως μετριάζει την δόξα που αρμόζει στο “ΌΧΙ” και τον Ελληνικό Στρατό που πολέμησε και νίκησε απέναντι στην τεράστια στρατιωτική ισχύ της Ιταλίας. Επίσης, δεν πρέπει να μας διαφεύγει η μεγάλη συνεισφορά του Ναυτικού, Πολεμικού και Εμπορικού με την μεταφορά στην Ήπειρο και την Μακεδονία των περισσοτέρων επιστράτων, εφεδρειών και εφοδίων και τον ανεφοδιασμό των νησιών του Αιγαίου όταν στα Δωδεκάνησα οι Ιταλοί είχαν πλοία, υποβρύχια και αεροπορία. Επίσης, αξιοσημείωτος ήταν ο αγώνας της μικρής Ελληνικής Αεροπορίας στην υποστήριξη του μαχόμενου Στρατού Ξηράς.
Η Γραμμή Μεταξά, αν και υποστελεχωμένη, άντεξε και έγραψε σελίδες δόξας. Αξίζει κανείς να ανατρέξει πως τα οχυρά έγιναν με επιστασία των στρατιωτικών διοικητών με μηδενική ανοχή στην διασπάθιση δημοσίου χρήματος με τα σχέδια τους να παραμένουν απόρρητα. Μεγάλη τιμή αξίζει και σε όλα τα στελέχη του Σ.Ξ., του Π.Ν. και της Π.Α. που με μεγάλο κίνδυνο της ζωής τους διέφυγαν στην Μ. Ανατολή και στελέχωσαν τις Ελληνικές Ε.Δ. που συνέχισαν τον Πόλεμο για την τελική νίκη και την απελευθέρωση της Πατρίδας, αφήνοντας πίσω τις οικογένειες και τις περιουσίες τους.
Η Γερμανική επίθεση κατά της Ελλάδος ήταν αναπόφευκτη λόγω της σχεδιαζόμενης Επιχείρησης Μπαρμπαρόσα κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Ο Χίτλερ δεν μπορούσε να αφήσει την Βαλκανική ή έστω την άκρη της, την Ελλάδα, υπό Βρετανική επιρροή και πρόσβαση, ανοιχτή στα πλευρά του. Οι Βρετανοί αρχικά πίεσαν την Ελλάδα για μη αντίδραση κατά των Ιταλών. Μετά την Ιταλική επίθεση, οι Βρετανοί έδωσαν μικρή βοήθεια στην Ελλάδα με ένα αδύναμο εκστρατευτικό σώμα δίνοντας έτσι άλλοθι στους Γερμανούς ότι η Ελλάδα δεν τήρησε την ουδετερότητα. Οι Βρετανοί υποσχέθηκαν αργότερα (1943-44) στην Τουρκία τα Ιταλοκρατούμενα Δωδεκάνησα εάν έβγαιναν τελικά στον πόλεμο με τους συμμάχους. Περίεργη ήταν η συμπεριφορά τους στην υπόθεση του Ελληνικού χρυσού λέγοντας πως πλήρωναν για την εξόριστη Ελληνική Κυβέρνηση στο Κάιρο και τους Έλληνες Αντάρτες. Όπως γράφει στο βιβλίο ο συγγραφέας, από τους 870.000 Έλληνες στην περιοχή Κομοτηνή – Χαλκιδική έως ανατολικά Θες/νίκης 200.000 πέθαναν, εκτοπίστηκαν ή εξαφανίστηκαν, με 30.000 εκτελεσμένους από τη δράση Βουλγάρων εισβολέων.
Στο βιβλίο περιγράφεται με αντικειμενικότητα η Εθνική Αντίσταση κατά των Γερμανών αλλά και οι αιτίες, οι αφορμές και ο ρόλος των ξένων δυνάμεων που οδήγησαν στην ρήξη και στον αλληλοσπαραγμό. Στο βιβλίο επίσης περιέχεται ακριβής καταγραφή των σφαγών και των θηριωδιών των Γερμανών. Αναλύονται τα θέματα των πολεμικών αποζημιώσεων που μας οφείλονται και των φαιδρών δικαιολογιών της Γερμανίας στις Ελληνικές διεκδικήσεις.
Συνολικά, το βιβλίο του Δρ. Δημήτρη Γκίκα είναι ένα πλήρες και συνάμα διδακτικό πόνημα και ελπίζω το Υπουργείο Παιδείας να δώσει την δέουσα προσοχή και να το εντάξει στα βιβλία που διδάσκονται στην Μέση εκπαίδευση. Προκειμένου οι Έλληνες μαθητές να είναι υπερήφανοι για τους προγόνους μας και να το συνδυάσουν με το Σπαρτιατικό «Άμμες δε γ΄ εσσόμεθα πολλώ κάρρονες».
Στη συνέχεια, ο Καθηγητής Γεωπολιτικής και Σύγχρονων Στρατιωτικών Τεχνολογιών στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, Δρ. Κωνσταντίνος Γρίβας ξεκίνησε την ομιλία του λέγοντας ότι το βιβλίο του Δρ. Γκίκα παρέχει μια συμπυκνωμένη ιστορική γνώση με μεγάλη συμβολή στην σύγχρονη ιστοριογραφία. Το βιβλίο είναι αντικειμενικό και δεν χαρίζεται σε κανέναν, εσωτερικό ή εξωτερικό παράγοντα. Το βιβλίο λέει τα πράγματα όπως είναι και περιγράφει τα τρομακτικά δεινά που υπέστη η Ελλάδα κατά την τριπλή κατοχή. Ο Δρ. Γρίβας τόνισε ότι είναι πολύ σημαντικό ότι ο συγγραφέας πιστεύει ότι οι Έλληνες είναι πολεμικός λαός και όχι πολεμοχαρής ή πολεμοκάπηλος. Το ΟΧΙ δεν το είπε μόνο ο Μεταξάς αλλά μαζί του ο λαός και ο στρατός. Ο Μεταξάς εναρμονίστηκε με το λαϊκό αίσθημα. Η πολεμική ετοιμότητα του Ελληνικού λαού και η αντίσταση του σε κάθε ξένη επιβουλή, μας ενώνει με το ιστορικό μας παρελθόν και το μέλλον. Οι Έλληνες είναι ιστορικός λαός με σημαντικό γεωπολιτικό αποτύπωμα λόγω στρατηγικής θέσης. Ο λόγος που αμφισβητείται η ιστορική συνέχεια του Ελληνικού λαού είναι ακριβώς επειδή οι Μεγάλες Δυνάμεις θέλουν να μας απαξιώνουν. Ο Ελληνικός ηρωισμός βγάζει πάντα τη συγγένεια με το παρελθόν. Το 1940 όταν ξεκίνησε η αντίσταση οι άνθρωποι πίστευαν ότι ξεκινά ένα νέο 1821. Σήμερα υπάρχει μια τάση στην ιστοριογραφία ότι κακώς μπήκαμε στον πόλεμο το 1940 και ότι θα έπρεπε να μην υποστούμε τις συνέπειες της κατοχής και να περιμένουμε το τέλος του Χίτλερ. Αυτή η στάση θα ήταν μία άρνηση της ιστορικής πορείας του Ελληνισμού που χαρακτηρίζεται από ηρωισμό. Σύμφωνα με τον Δρ. Γρίβα, η μεγάλη συνεισφορά του βιβλίου συνίσταται στο ότι τοποθετεί το ΟΧΙ μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι του Ελληνισμού. Το 1940 δεν είναι μόνο ιστορία αλλά είναι ζωντανό κομμάτι της Ελληνικής γεωπολιτικής ταυτότητας. Το ΟΧΙ στη Ιταλική εισβολή μαζί με την μετέπειτα αντίσταση κατά των Γερμανών συνιστούν κομβικό κομμάτι της Ελληνικής ιστορίας το οποίο δεν είναι ξεκομμένο από την ιστορική πορεία της Ελλάδας ανά τους αιώνες. Το βιβλίο του Δρ. Γκίκα συμπυκνώνει την ιστορική συνέχεια του Ελληνισμού και αναλύει το πώς η Ελλάδα συνέβαλε καθοριστικά στην νίκη κατά του Ναζισμού.
O Αναπληρωτής Καθηγητής Νεότερης & Σύγχρονης Ιστορίας του Πανεπιστημίου Πειραιώς Δρ. Διονύσης Τσιριγώτης τόνισε ότι το έργο του Δρ. Δημητρίου Γκίκα αποτελεί μια συστηματική, τεκμηριωμένη και στοχαστική προσέγγιση της εμπειρίας του πολέμου από την ελληνική σκοπιά. Ο συγγραφέας υπερβαίνει την απλή καταγραφή γεγονότων, εντάσσοντας την ελληνική πραγματικότητα στο ευρύτερο στρατηγικό και πολιτικό πλαίσιο της εποχής, αναδεικνύοντας την αλληλεξάρτηση ανάμεσα στις τοπικές εξελίξεις και τις διεθνείς ισορροπίες. Κεντρικό σημείο του έργου είναι η διαπίστωση ότι η Ελλάδα δεν υπήρξε απλώς «πεδίο μάχης» ή «θύμα» των Μεγάλων Δυνάμεων, αλλά ενεργός παράγων που επηρέασε καθοριστικά την πορεία του πολέμου. Η συμβολή αυτή αναλύεται με επιστημονική αυστηρότητα, εστιάζοντας στη σημασία της εθνικής αντοχής, του φρονήματος και της στρατηγικής αντίστασης απέναντι στις υπέρτερες δυνάμεις του Άξονα.
Το πρώτο μέρος του βιβλίου αναλύει τα αίτια του πολέμου, την άνοδο των ολοκληρωτικών καθεστώτων, την πολιτική του κατευνασμού και τις στρατηγικές των Μεγάλων Δυνάμεων. Προσφέρει στον αναγνώστη μια συνολική θεώρηση των διεθνών σχέσεων της εξεταζόμενης ιστορικής περιόδου, με ιδιαίτερη αναφορά στο Σύμφωνο Μολότοφ – Ρίμπεντροπ, στην εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών και στη σταδιακή εμπλοκή τους μετά το Περλ Χάρμπορ.
Το δεύτερο μέρος εξετάζει την ελληνική εξωτερική πολιτική πριν το 1940, την ιταλική επίθεση και την ελληνική αντεπίθεση, τη γερμανική εισβολή και τις καθοριστικές μάχες των Οχυρών και της Κρήτης. Ο συγγραφέας αναδεικνύει τη διπλωματική απομόνωση της χώρας και την αμφίθυμη στάση των Συμμάχων. Συνδυάζοντας τη στρατιωτική αφήγηση με την πολιτική ανάλυση, φωτίζει τις στρατηγικές επιλογές της ελληνικής ηγεσίας και τις στρατηγικές προτεραιότητες των Μεγάλων Δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο. Το τρίτο μέρος αναλύει τις ζώνες κατοχής, τις οικονομικές και κοινωνικές καταστροφές, την ανάπτυξη της Αντίστασης και την εμφύλια σύγκρουση. Η αφήγηση εμπλουτίζεται με αναφορές στις διεθνείς συνδιασκέψεις της Γιάλτας και του Πότσδαμ, καθώς και στις ελληνικές διεκδικήσεις για το κατοχικό δάνειο και τις πολεμικές αποζημιώσεις. Ο επίλογος του βιβλίου είναι στοχαστικός, επισημαίνοντας τη σημασία της ιστορικής μνήμης και της αυτογνωσίας για τη σύγχρονη πολιτική κουλτούρα. Το έργο συνοδεύεται από πλούσιο φωτογραφικό υλικό, αρχειακά τεκμήρια και χάρτες, προσφέροντας στον αναγνώστη αίσθηση ιστορικής αμεσότητας.
Η βασική θεωρητική υπόθεση εργασίας που διατρέχει το έργο είναι ότι η Ελλάδα του 1940-1944 υπήρξε ένα «μικρό κράτος» σε έναν κόσμο που καθοριζόταν από τις συγκρούσεις των Μεγάλων Δυνάμεων – μια θέση που η διεθνής θεωρία, όπως διατυπώνεται από τους Kenneth Waltz, Stephen Walt και Randall Schweller, θα περιέγραφε ως εκείνη ενός secondary actor σε περιβάλλον αναρχίας. Ο συγγραφέας, χωρίς να καταφεύγει σε αφηρημένη θεωρητικολογία, υποδηλώνει ότι οι ελληνικές επιλογές εκείνης της περιόδου εντάσσονται σε ένα υπόδειγμα «επιβίωσης δια της συμμαχίας» (survival through alignment), το οποίο καθόρισε τόσο τη διπλωματική στάση του καθεστώτος Μεταξά όσο και τις μεταγενέστερες κινήσεις της εξόριστης κυβέρνησης. Η φιλοβρετανική κατεύθυνση, όπως τονίζει, δεν υπήρξε προϊόν ιδεολογικής ταύτισης, αλλά στρατηγικής αναγκαιότητας
Η ελληνική εμπειρία του 1940 – 1944 αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της θέσης ενός μικρού κράτους σε ένα άναρχο διεθνές σύστημα. Ο Δρ. Γκίκας, εντάσσοντας την Ελλάδα στο θεωρητικό πλαίσιο του δομικού ρεαλισμού, υποστηρίζει ότι η επιβίωση ενός μικρού κράτους καθορίζεται από την ικανότητά του να αξιοποιεί τις συμμαχίες και να προβλέπει τις στρατηγικές κινήσεις των Μεγάλων Δυνάμεων. Η φιλοβρετανική πολιτική του καθεστώτος Μεταξά, παρά την διακηρυγμένη ουδετερότητα, δεν ήταν προϊόν ιδεολογικής προδιάθεσης, αλλά αποτέλεσμα στρατηγικού υπολογισμού που στηριζόταν στην αναγνώριση των περιορισμών και των ευκαιριών που δημιουργούσε η γεωγραφική θέση της Ελλάδας.
Στο θεωρητικό επίπεδο, η Ελλάδα αναγνωρίζεται ως «δευτερεύων δρών» (secondary actor) σε ένα σύστημα όπου η ισχύς κατανέμεται άνισα. Η ελληνική στρατηγική, όπως αναλύεται από τον Δρ. Γκίκα, προέκυψε μέσα από το πρίσμα της «αναγκαστικής σύμπλευσης» (forced alignment), μια στρατηγική λογική που επέβαλλε την προσωρινή εξάρτηση από τις Μεγάλες Δυνάμεις για να διατηρηθεί η εθνική αυτονομία και η δυνατότητα ελιγμών στο μέλλον.
Ο συγγραφέας εξετάζει διεξοδικά την ιδεολογία του καθεστώτος Μεταξά, τονίζοντας τον ρόλο του εθνικισμού, του αντικομμουνισμού και της ελεγχόμενης κοινωνικής συνοχής ως καθοριστικούς παράγοντες για την εσωτερική και εξωτερική πολιτική. Το ιδεολόγημα του Μεταξισμού επιδιώκοντας την αναγέννηση του ελληνικού έθνους και την καθιέρωση μιας σύγχρονης πολιτισμικά ομοιογενούς Ελλάδας και η θεωρία του «Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού» ενσωματώθηκαν στη στρατηγική πολιτική ως μηχανισμοί εθνικής αυτοπροστασίας, συνδυάζοντας στοιχεία αυταρχικής διακυβέρνησης με την επιδίωξη κοινωνικής ομοιογένειας.
Η στρατηγική θέση της Ελλάδας ερμηνεύεται επίσης μέσα από την ανασύνθεση της εθνικής ταυτότητας. Το ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου 1940 δεν θεωρείται μόνο στρατιωτική αντίσταση, αλλά και πράξη συλλογικής αυτογνωσίας, που ενίσχυσε την ενότητα του έθνους και θεμελίωσε μια αφήγηση ηρωισμού και συλλογικής αξιοπρέπειας. Ο συγγραφέας συνδέει αυτή την εμπειρία με θεωρητικές προσεγγίσεις όπως εκείνες του Benedict Anderson περί «φαντασιακών κοινοτήτων», δείχνοντας πώς η ιστορική αφήγηση του πολέμου συνέβαλε στη διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης και στη νομιμοποίηση της αυταρχικής κυβέρνησης του Μεταξά.
Η στρατηγική ανάλυση του Δρ. Γκίκα εκτείνεται στην ευρύτερη γεωπολιτική διάσταση του πολέμου. Η Γερμανία, η Ιταλία και η Ιαπωνία, ως Δυνάμεις του Άξονα, επιδίωξαν την κυριαρχία μέσω επεκτατισμού, ενώ η Βρετανία και η Γαλλία, και αργότερα οι Ηνωμένες Πολιτείες, προσπαθούσαν να διατηρήσουν τη στρατηγική ισορροπία και να επιβραδύνουν την προέλαση των Δυνάμεων του Άξονα. Η Ελλάδα, αν και μικρό κράτος, έπαιξε κρίσιμο ρόλο ως «προμαχώνας» της Δύσης στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο Δρ. Γκίκας αναλύει τη βρετανική στρατηγική υπό το πρίσμα της θεωρίας των θαλασσίων δυνάμεων του Mahan: ο έλεγχος του Αιγαίου και της Κρήτης ήταν ουσιαστικός για τη διατήρηση της γραμμής επικοινωνίας προς τη Διώρυγα του Σουέζ και την αυτοκρατορική επικράτεια της Βρετανίας. Η Βρετανία χρησιμοποίησε την Ελλάδα ως εργαλείο επιβράδυνσης της γερμανικής προέλασης, χωρίς να παρέχει πλήρη ανεξαρτησία στην ελληνική στρατηγική, γεγονός που εξηγεί την αμφίδρομη εξάρτηση και ταυτόχρονα την αδυναμία πλήρους αυτοπροστασίας της χώρας.
Η σοβιετική στρατηγική αποτέλεσε επίσης καθοριστικό παράγοντα. Αρχικά δεσμευμένη από το Σύμφωνο Μολότοφ – Ρίμπεντροπ, η Σοβιετική Ένωση απέφευγε κάθε άμεση ανάμειξη στα Βαλκάνια, ενώ μετά την εισβολή των Γερμανών στην επικράτειά της ανέπτυξε σχέδιο έμμεσης ενίσχυσης κομμουνιστικών οργανώσεων στην Ελλάδα, προετοιμάζοντας τη μεταπολεμική διαμόρφωση ζωνών επιρροής. Ο συγγραφέας συνδέει τη σοβιετική στάση με την αμφιθυμία ανάμεσα στην άσκηση πίεσης και τη διατήρηση διπλωματικών ισορροπιών, υπογραμμίζοντας τη στρατηγική πολυπλοκότητα που αντιμετώπισε η Ελλάδα.
Η ανάλυση των ελληνικών στρατιωτικών επιχειρήσεων επικεντρώνεται στη Μάχη της Ηπείρου, τη Μάχη των Οχυρών και τη Μάχη της Κρήτης. Ο Δρ. Γκίκας υποστηρίζει ότι η Ελλάδα, παρά την περιορισμένη στρατιωτική ισχύ, προκάλεσε σημαντική καθυστέρηση στην προέλαση των Δυνάμεων του Άξονα, επιβεβαιώνοντας τη θεωρία του «αδυνάτου που επηρεάζει δυσανάλογα το διεθνές σύστημα». Οι στρατιωτικές νίκες απέδειξαν την ικανότητα ενός μικρού κράτους να επηρεάζει στρατηγικά γεγονότα παγκόσμιας κλίμακας, ενισχύοντας το ηθικό των Συμμάχων και ενισχύοντας την ελληνική εθνική ταυτότητα.
Η κατοχή, με τις ζώνες ελέγχου από Γερμανία, Ιταλία και Βουλγαρία, επέφερε κοινωνική ανασύνθεση, πείνα και καταστροφή των θεσμών. Ο συγγραφέας τονίζει ότι η Αντίσταση δεν ήταν μόνο στρατιωτική πράξη, αλλά και διαδικασία κοινωνικής και πολιτικής μεταμόρφωσης, κατά την οποία αναδείχθηκαν νέες μορφές πολιτικής οργάνωσης και συλλογικής ταυτότητας. Η έμφαση δίνεται στη δομή της αντίστασης και στη σημασία της για τη διαμόρφωση μεταπολεμικών πολιτικών υποκειμένων, στοιχείο που συνδέεται με τη θεωρία των «πολεμικών κοινωνιών» του Eric Hobsbawm.
Στο τελευταίο μέρος του βιβλίου, ο συγγραφέας αναδεικνύει τη μεταπολεμική στρατηγική συνέχεια. Η εμπειρία του πολέμου και της Κατοχής διαμόρφωσε τη μεταπολεμική ελληνική στρατηγική κουλτούρα, που οδήγησε στη σταδιακή πρόσδεση στο Δυτικό στρατόπεδο και στη νομιμοποίηση του δόγματος «ανήκομεν εις την Δύσιν». Η συλλογική μνήμη του πολέμου λειτούργησε ως καταλύτης για την υιοθέτηση της φιλοδυτικής πολιτικής γραμμής, ενισχύοντας τη θέση της Ελλάδας ως ενεργού δρώντος στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και εντός του ΝΑΤΟ.
Η συνθετική προσέγγιση του Δρ. Γκίκα, που ενσωματώνει στρατηγική ανάλυση, ιδεολογική διάσταση και διεθνή ιστοριογραφία, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα υπήρξε ένα μικρό κράτος με περιορισμένη ισχύ, αλλά με σημαντική επιρροή λόγω της στρατηγικής ευφυΐας, της κοινωνικής συνοχής και της ιδεολογικής συγκρότησης. Το βιβλίο, εντός του πλαισίου της ελληνόγλωσσης και ξενόγλωσσης βιβλιογραφίας, αποτελεί υπόδειγμα διεπιστημονικής σύνθεσης, όπου η ιστορική αφήγηση υπηρετεί την κατανόηση της στρατηγικής και της πολιτικής συνέχειας, και ταυτόχρονα φωτίζει την εθνική μνήμη και τη μεταπολεμική ελληνική στρατηγική ταυτότητα.
Ο Δρ. Γκίκας αφιερώνει εκτενές τμήμα στη λεπτομερή ανάλυση των ελληνικών στρατιωτικών επιχειρήσεων. Η Μάχη της Ηπείρου και η αντεπίθεση κατά των Ιταλών αποδεικνύουν την ικανότητα των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων να εφαρμόζουν αποτελεσματικά τακτικές περιορισμένων δυνατοτήτων. Η μάχη των Οχυρών, αν και μικρής κλίμακας, έδειξε την αποφασιστικότητα και την πειθαρχία του ελληνικού στρατού, ενώ η Μάχη της Κρήτης ανέδειξε τη στρατηγική αξία της αεροπορικής και ναυτικής αντίστασης, καθώς και τη σημασία της συνεργασίας με τις Συμμαχικές Δυνάμεις.
Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι η ελληνική εμπειρία παρουσιάζει χαρακτηριστικά «αντίστασης μικρής δύναμης με παγκόσμιο αντίκτυπο», σύμφωνα με τη θεωρία της στρατηγικής επιρροής μικρών κρατών. Παρά τη στρατιωτική υπεροχή του Άξονα, η καθυστέρηση της γερμανικής προέλασης επέτρεψε στους Συμμάχους να αναδιοργανώσουν τα μέτωπα και να επηρεάσουν τη διεθνή στρατηγική ισορροπία.
Η κατοχή δημιούργησε συνθήκες βαθιάς κοινωνικής και οικονομικής κρίσης. Ο Δρ. Γκίκας εξετάζει την επιβολή της φορολογίας αίματος, την καταστροφή υποδομών και τη δραματική πτώση του βιοτικού επιπέδου. Παράλληλα, η Αντίσταση, που οργανώθηκε τόσο σε εθνικό όσο και σε τοπικό επίπεδο, δεν υπήρξε απλώς στρατιωτική, αλλά και πολιτική και ιδεολογική διαδικασία. Ο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, ο ΕΔΕΣ και άλλες οργανώσεις δημιούργησαν νέες μορφές κοινωνικής οργάνωσης, ενισχύοντας την πολιτική συμμετοχή και την εθνική συνοχή.
Συμπερασματικά, ανέφερε ο Δρ. Τσιριγώτης, το έργο του Δρ. Γκίκα συνθέτει στρατηγική ανάλυση, ιστορική αφήγηση και ιδεολογική ερμηνεία σε ένα συνεκτικό πλαίσιο. Η Ελλάδα αναδεικνύεται ως μικρό κράτος με περιορισμένη στρατιωτική ισχύ αλλά με αποφασιστική επιρροή μέσω της στρατηγικής ευφυΐας, της συλλογικής ταυτότητας και της ικανότητας ελιγμών στο διεθνές σύστημα. Το βιβλίο συνδέει τις ελληνικές εμπειρίες με θεωρητικές προσεγγίσεις περί μικρών κρατών, αυταρχισμού και εθνικισμού, προσφέροντας πλήρη ανάλυση για τους φοιτητές, ερευνητές και κάθε αναγνώστη ενδιαφερόμενο για την ελληνική και διεθνή στρατηγική σκηνή του Βʹ Παγκοσμίου Πολέμου. Η συνθετική αυτή παρουσίαση, υπερβαίνοντας τη στρατιωτική αφήγηση, φωτίζει τις σχέσεις Ελλάδας – Συμμάχων και Ελλάδας – Άξονα, αναδεικνύει τις κοινωνικές και ιδεολογικές δυναμικές της Κατοχής και της Αντίστασης, και συνδέει την εμπειρία με τη μεταπολεμική στρατηγική κουλτούρα, καθιστώντας το έργο πολύτιμο εργαλείο για την κατανόηση του ελληνικού ιστορικού γίγνεσθαι.
Η εκδήλωση συνεχίστηκε με την ομιλία του συγγραφέα, Δρ. Δημητρίου Γκίκα, ο οποίος παρουσίασε το έργο του και το όραμά του για τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης. Μάλιστα, ανέφερε ότι πρέπει να είμαστε πάντα έτοιμοι για πόλεμο ανά πάσα στιγμή καθώς οι διεθνείς εξελίξεις είναι απρόβλεπτες. Πρέπει να είμαστε πρόθυμοι να πολεμήσουμε για τα ιδανικά μας και τις αξίες μας. Όπως τόνισε, ο ελληνικός λαός δεν είναι πολεμοχαρής αλλά είναι πολεμικός λαός με την έννοια ότι, όποτε χρειάστηκε, πολέμησε με σθένος για την άμυνα της πατρίδας του.
Ο υιός του συγγραφέα Ευστάθιος Γκίκας, πραγματοποίησε μία σύντομη παρέμβαση μετά την ολοκλήρωση των ομιλιών. Αξίζει να αναφερθεί ότι ο Ευστάθιος Γκίκας συνέβαλε στην εκπόνηση της σημαντικής αυτής ιστορικής μελέτης μέσω της έρευνας και της ταξινόμησης των πηγών. Το κοινό καταχειροκρότησε τον συγγραφέα και τους ομιλητές σε κλίμα συγκίνησης και εθνικής υπερηφάνειας. Μετά την ολοκλήρωση της βιβλιοπαρουσίασης ακολούθησε μία μικρή δεξίωση για τον εορτασμό των 10 χρόνων από την ίδρυση του ΚΕΔΙΣΑ (2015-2025) που υποστήριξε την συγγραφή και την έκδοση του ιστορικού αυτού πονήματος του συγγραφέα Δρ Δημητρίου Γκίκα.



























