Του Δρ. Παναγιώτη Ν. Σφαέλου∗
Η νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ υπό τον Τζο Μπάιντεν έχει αρχίσει να ξεδιπλώνει την ατζέντα της ως προς τη θέση των ΗΠΑ στον κόσμο. Ο πρώην Πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ είχε αποσύρει τις ΗΠΑ από τη διεθνή συνεργασία αποχωρώντας από διάφορες διεθνείς συνθήκες και διεθνείς οργανισμούς. Ακολούθησε επίσης μια προστατευτική πολιτική στην οικονομία. Η ανάληψη της Προεδρίας των ΗΠΑ από τον Τζο Μπάιντεν έφερε αισιοδοξία για την επιστροφή των ΗΠΑ στη διεθνή συνεργασία. Αυτή η επιστροφή των ΗΠΑ στη διεθνή συνεργασία φαίνεται όμως ότι συνοδεύεται από μια ηγεμονική παρουσία των ΗΠΑ στον πλανήτη και μια επεμβατική συμπεριφορά. Ήδη, τα πρώτα δείγματα εξωτερικής πολιτικής του νέου Προέδρου σηματοδοτούν μια αλλαγή πλεύσης των ΗΠΑ στη διεθνή γεωπολιτική σκακιέρα. Η επίθεση στο Ιράν, η κόντρα με τη Ρωσία και τη Κίνα είναι ενδεικτικά μια νέας μεγαλεπήβολης πολιτικής έναντι των γεωπολιτικών ανταγωνιστών των ΗΠΑ. Και είμαστε ακόμα στην αρχή…
ΗΠΑ – Ρωσία
Ένα νέο ψυχροπολεμικό σκηνικό φαίνεται να σχηματίζεται στον πλανήτη. Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ αποκαλεί τον Πούτιν «δολοφόνο» ενώ η Ρωσία ανακαλεί τον Πρέσβη της από την Ουάσιγκτον. Ήδη, από την εποχή της Προεδρίας Τραμπ υπήρχαν καταγγελίες για παρέμβαση του Κρεμλίνου υπέρ της εκλογής Τραμπ, οι οποίες δημιουργούσαν κλίμα δυσπιστίας ανάμεσα στις δύο χώρες. Ο ανταγωνισμός ΗΠΑ και Ρωσίας αναμένεται να ενταθεί περαιτέρω στο μέλλον ιδιαίτερα στον τομέα της ενέργειας, καθώς η ΕΕ και η Γερμανία ειδικότερα εξαρτώνται από τη Ρωσία για παροχή ενέργειας.
Μάλιστα, η συμφωνία για τον αγωγό Nord Stream 2, η οποία προβλέπει την πρόσθετη μεταφορά αερίου από τη Ρωσία στη Γερμανία μέσω της Βαλτικής Θάλασσας, πυροδοτεί γεωπολιτικές εξελίξεις. Μέσω του αγωγού αυτού θα παραδίδονται 55 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικού αερίου τον χρόνο από τη Ρωσία στη Γερμανία, με συνέπεια την υπερβολική εξάρτηση της Ευρώπης από τη Μόσχα για την κάλυψη των ενεργειακών της αναγκών. Οι ΗΠΑ θίγονται καθώς φυσικά και θα προτιμούσαν να πωλήσουν το δικό τους σχιστολιθικό υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) στην ΕΕ, όπως επιτυχώς κάνουν μέχρι σήμερα σε χώρες της Ασίας. Έτσι, οι ΗΠΑ απειλούν με νέες κυρώσεις σε βάρος εταιρειών οι οποίες συμμετέχουν στην κατασκευή του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2, ζητώντας να αποσυρθούν από το γερμανο-ρωσικό αγωγό. Μάλιστα, ο Πρόεδρος Μπάιντεν χαρακτήρισε κακή τη συμφωνία για τον Nord Stream 2. Όπως τονίζει, ο Nord Stream 2 χωρίζει την Ευρώπη, υποβάλλει την Ουκρανία και την Κεντρική Ευρώπη σε χειραγώγηση εκ μέρους της Ρωσίας και έρχεται σε αντίθεση με τους στόχους της Ευρώπης στον τομέα της ενεργειακής ασφάλειας.
Η νέα ένταση στις σχέσεις ΗΠΑ – Ρωσίας είναι συνέχεια της αυξανόμενης ισχύος της Ρωσίας του Πούτιν. Από τα μέσα της δεκαετίας του 2000, ο ανταγωνισμός ΗΠΑ – Ρωσίας εντεινόταν σταδιακά καθώς το ΝΑΤΟ επεκτεινόταν δυναμικά στην Ανατολική Ευρώπη απειλώντας τα ρωσικά συμφέροντα. Η Ουκρανία ήταν στο επίκεντρο των γεωπολιτικών ανταγωνισμών ΗΠΑ και Ρωσίας. Η Ρωσία απάντησε στην επέκταση του ΝΑΤΟ με εισβολή και προσάρτηση της Κριμαίας η οποία της έδωσε και λιμάνι στρατηγικής σημασίας στη Μαύρη Θάλασσα. Ακόμα και το ενδιαφέρον των ΗΠΑ στα Δυτικά Βαλκάνια οφείλεται στην επιρροή των Ρώσων στην περιοχή ιδιαίτερα τη Σερβία. Για να αποφύγουν λοιπόν περαιτέρω διείσδυση της Ρωσίας στα Βαλκάνια, οι ΗΠΑ θέλουν οπωσδήποτε την ένταξη των Δυτικών Βαλκανίων στους Ευρωατλαντικούς θεσμούς.
ΗΠΑ – Κίνα
Η σχέση ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Κίνα είναι σε συγκρουσιακή λογική. Οι ΗΠΑ επικρίνουν τις αθέμιτες πρακτικές της Κίνας στην οικονομία και στο εμπόριο, καθώς και την στάση της Κίνας έναντι του Χονγκ Κονγκ και της Ταϊβάν. Από την πλευρά της, η Κίνα θεωρεί ότι το Χονγκ Κονγκ και η Ταϊβάν αποτελούν εσωτερικές υποθέσεις και αρνείται κάθε έξωθεν παρέμβαση από τις ΗΠΑ ή άλλες χώρες. Ο νέος ΥΠΕΞ των ΗΠΑ Άντονι Μπλίνκεν ρίχνει λάδι στη φωτιά, κατηγορώντας ευθέως το Πεκίνο για «γενοκτονία» σε βάρος των μουσουλμάνων μειονοτικών Ουιγούρων, για το «Χονγκ Κονγκ, την Ταϊβάν, αλλά και τις κυβερνοεπιθέσεις εναντίον των ΗΠΑ, όπως και τους οικονομικούς εξαναγκασμούς σε βάρος συμμάχων μας. Καθεμιά από αυτές τις ενέργειες απειλεί τη βασισμένη σε κανόνες τάξη που εγγυάται την παγκόσμια σταθερότητα. Γι’ αυτό δεν πρόκειται απλά για εσωτερικές υποθέσεις».
Η Κίνα είναι ένας ανερχόμενος γίγαντας στην διεθνή γεωπολιτική και γεωοικονομική σκηνή και φυσικά συνιστά απειλή για τις ΗΠΑ, ιδιαίτερα στην τεχνολογία, στο εμπόριο, τις επενδύσεις και τις υποδομές. Η Κίνα «χτίζει» σταθερά και δυναμικά τον «Δρόμο του Μεταξιού», μια αναπτυξιακή στρατηγική που εστιάζει στην συνεργασία και στην σύνδεση των χωρών της Ευρασίας, μέσω θαλάσσιων οδών, σιδηροδρόμων και χερσαίων διαδρομών. Είναι ακριβώς η δημιουργία της Ευρασίας για την οποία είχε μιλήσει ο Βρετανός πολιτικός γεωγράφος Halford Mackinder (1861 – 1947), ο οποίος πίστευε στη δύναμη της Ευρασίας και έλεγε ότι όποιος ελέγχει την περιοχή της Ευρασίας, ελέγχει όλο τον κόσμο. Η Κίνα αλλά και η Ρωσία έχουν μελετήσει τα οφέλη του δρόμου του μεταξιού και της γεωστρατηγικής σημασίας της Ευρασίας. Οι ΗΠΑ είναι λογικό να ανησυχούν για αυτή τη γεωπολιτική εξέλιξη. Όπως είχε πει ο Χένρυ Κίσινγκερ: «Η κυριαρχία από μία μόνο δύναμη των δύο κύριων σφαιρών της Ευρασίας – Ευρώπης ή Ασίας – παραμένει ένας καλός ορισμός του στρατηγικού κινδύνου για την Αμερική».
Η Κίνα λοιπόν αποτελεί τον βασικό στρατηγικό ανταγωνιστή των ΗΠΑ στον 21ο αιώνα. Εκεί οφείλονται και οι αμερικανικές αντιδράσεις για τη νέα συμφωνία για τις επενδύσεις στην οποία κατέληξαν η ΕΕ και η Κίνα στα τέλη του 2020. Ακόμα και η χώρα μας δέχεται την πίεση των ΗΠΑ για όσο το δυνατόν μικρότερη κινεζική επενδυτική παρουσία στην Ελλάδα και φυσικά αύξηση των αμερικανικών επενδύσεων.
ΗΠΑ – ΕΕ – Γερμανία
H ΕΕ ελπίζει σε αναθέρμανση σχέσεων με τις ΗΠΑ αφού επί Τραμπ, οι σχέσεις με την ΕΕ ήταν δύσκολες. Οι ΗΠΑ θέλουν περισσότερη σύγκλιση με την ΕΕ. Όμως υπήρξαν τριβές στις ευρώ-ατλαντικές σχέσεις ήδη πριν την έλευση του Μπάιντεν, όπως η επενδυτική συμφωνία ΕΕ – Κίνας του 2020. Επίσης, η Γερμανία προχώρησε τις συμφωνίες με τη Ρωσία για τον αγωγό Nord Stream 2 ενώ αρνήθηκε επίσης να αποκλείσει την κινεζική Huawei από τα δίκτυα 5G της Γερμανίας. Αυτές οι αποφάσεις της γερμανικής κυβέρνησης δυσαρέστησαν τον Μπάιντεν, ο οποίος έχει σχεδιάσει να θέσει την αλληλεγγύη των δημοκρατικών χωρών στο επίκεντρο της στρατηγικής του έναντι της Κίνας.
Η ΕΕ βρίσκεται στο μέσο των αμερικανο-κινεζικών ανταγωνισμών και η κινεζική διείσδυση στην ευρωπαϊκή αγορά της θα δημιουργήσει τριβές με τις ΗΠΑ. Μάλιστα για να κατανοήσουμε το μέγεθος της κατάστασης, πρέπει να τονίσουμε ότι η Κίνα έγινε για πρώτη φορά ο βασικός εμπορικός εταίρος της ΕΕ το 2020, ξεπερνώντας τις ΗΠΑ, χάρη στη γρήγορη ανάκαμψη της οικονομίας της που επηρεάστηκε λιγότερο από την πανδημία της Covid-19 από τις οικονομίες της Δύσης. Για το σύνολο της περασμένης χρονιάς, το εμπόριο της ΕΕ με την Κίνα ανήλθε στα 586 δις δολάρια έναντι 555 δις για τις ΗΠΑ, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat. Αυτό δείχνει ότι οι σχέσεις ΕΕ και ΗΠΑ ίσως συμπιεστούν περισσότερο ώστε να διαλέξουμε συμμαχία.
Συνολικά, μπορούμε να πούμε ότι οι γεωπολιτικές ισορροπίες έχουν διαταραχθεί στο νέο πολύ-πολικό κόσμο που δημιουργείται. Η Κίνα αναδύεται δυναμικά ως η νέα παγκόσμια πολιτική και οικονομική υπερδύναμη αμφισβητώντας τον παραδοσιακά ηγετικό ρολό των ΗΠΑ. Όμως, ο Μπάιντεν δεν θα ακολουθήσει την πολιτική του προστατευτισμού του προκάτοχου του Τραμπ άλλα θα κινηθεί με εξωστρέφεια και πιο δυναμικά σε μια προσπάθεια επαναφοράς της ηγεμονίας των ΗΠΑ στον πλανήτη, ακόμα και αν αυτό συνεπάγεται επεμβάσεις σε διάφορες γωνιές της γης. Αυτό θα φέρει μεγάλες αντιδράσεις, ανταγωνισμούς και συγκρούσεις στην πορεία της παγκοσμιοποίησης. Τα γεωπολιτικά συμφέροντα είναι τεράστια και οι συγκρούσεις θα είναι πολλές καθώς στις διεθνείς σχέσεις δεν υπάρχουν μόνιμες φιλίες άλλα μόνιμα συμφέροντα.
∗ Ο Δρ. Παναγιώτης Σφαέλος είναι Νομικός, Διεθνολόγος, Δημοσιογράφος, Γ.Γ. Ένωσης Ευρωπαίων Δημοσιογράφων (Ελληνικό Τμήμα), Μέλος της Επιτροπής Διαιτησίας της Διεθνούς Ένωσης Ευρωπαίων Δημοσιογράφων, Μέλος της Ένωσης Συντακτών Ηνωμένου Βασιλείου και της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων. Διευθυντής Ερευνών Κέντρου Διεθνών Στρατηγικών Αναλύσεων (ΚΕΔΙΣΑ), Διδάκτωρ Ευρωπαϊκού Δικαίου του Πανεπιστημίου KENT και Ακαδημαϊκός.