Πηγή εικόνας: www.artnews.com
Γράφει ο Γιώργος Δήμος
Ο Φράνσις Πικαμπιά γεννήθηκε το 1879 στο Παρίσι, από Γαλλίδα μητέρα και Ισπανό πατέρα. Ενώ τα πρώτα του έργα ήταν επηρεασμένα από το κίνημα του Ιμπρεσιονισμού, γύρω στο 1911 ο ζωγράφος γνώρισε τα κινήματα του Κυβισμού και το Νταντά, που τον επηρέασαν βαθύτατα και καθόρισαν τη μετέπειτα δουλειά του.
Μετά, λοιπόν, τη γνωριμία του με τον Μαρσέλ Ντυσάν και τον Γκιγιώμ Απολλιναίρ, το έργο του Πικαμπιά παίρνει μια πιο αφηρημένη μορφή, αλλά η επαναστατική φύση του καλλιτέχνη δεν του επιτρέπει να ενταχθεί σε κανένα από τα κινήματα της εποχής.
Από το 1913 και ύστερα, άρχισε να κάνει εκθέσεις στη Νέα Υόρκη, κέντρο τότε των εικαστικών τεχνών και ιδιαίτερα της avant-garde στην οποία αναγκαστικά άνηκε ο Πικαμπιά, και γνώρισε το φωτογράφο, Άλφρεντ Στίγκλιτζ και την επιθεώρηση 291, στην οποία βάσισε τη δική του μεταγενέστερη επιθεώρηση, 391. Επηρεασμένος από τα διάφορα κινήματα στα οποία εκτέθηκε, αλλά και τις προσωπικότητες τις οποίες γνώρισε, ο Πικαμπιά άρχισε να γράφει μικρά έργα, παράλληλα με τη ζωγραφική του δραστηριότητα, αποτελούμενα κυρίως από αφορισμούς. Ένα γνωστό έργο αυτής, περίπου, της περιόδου είναι ο «Ιησούς Χριστός Ραστακουέρος» (1920).
Λόγω της μητέρας του, η οποία άνηκε σε μεγαλοαστική οικογένεια της Γαλλίας, ο Πικαμπιά είχε αυστηρά Καθολική ανατροφή και αυτό φαίνεται έντονα σε όλη του την εργογραφία. Από την άλλη πλευρά, οι ρίζες του από τη μεσογειακή Ισπανία έρχονταν σε μια μικρή αντιπαράθεση με την κεντροευρωπαϊκή κουλτούρα που κυριαρχούσε στη Γαλλία, κατά τη belle époque.
Ο «Ιησούς Χριστός Ραστακουέρος» είναι, ουσιαστικά, ένα αυτοβιογραφικό έργο, με την τελευταία λέξη του τίτλου να σημαίνει, κυριολεκτικά, «αυτός που σέρνεται στη γη», μια λέξη που χρησιμοποιούταν υποτιμητικά για τους λαούς της Μεσογείου. Η εποχή που γράφτηκε αυτό το μικρό δείγμα αυτόματης γραφής συνέπεσε με την περίοδο κατά την οποία ο Πικαμπιά είχε αρχίσει να εκδηλώνει σημάδια νευρασθένειας και η συνάντησή του με τον Τριστάν Τζαρά του έδωσε μια κάποια δυνατότητα διαφυγής από την κατάθλιψη.
Ο αυστηρός χαρακτήρας του Πικαμπιά δεν τον άφησε ποτέ να αφιερωθεί ολοκληρωτικά σε ένα μόνο κίνημα. Με τον Αντρέ Μπρετόν και το περιοδικό Littérature, ο καλλιτέχνης καταπιάστηκε και με το ανερχόμενο κίνημα του Υπερρεαλισμού, όμως σύντομα ήρθε σε ρήξη με τον εκδότη του και το εγκατέλειψε και αυτό.
Δικαίως, ίσως, ο Πικαμπιά χαρακτηρίστηκε ως ο «Χριστόφορος Κολόμβος της Τέχνης», καθώς, όπως και ο μεγάλος εξερευνητής, έτσι και εκείνος «ανακάλυψε» πολλά νέα κινήματα και υπήρξε από τους πρώτους που τα αγκάλιασε και πίστεψε σε αυτά. Έχοντας πια εξερευνήσει το Νταντά πέρα για πέρα, ο καλλιτέχνης τελικά αποστράφηκε και αυτό το κίνημα και προχώρησε σε νέες ζωγραφικές αναζητήσεις.
Παρότι δύσκολο να καταταγεί σε μια συγκεκριμένη κατηγορία της avant-garde ζωγραφικής, ο Πικαμπιά έχει πλέον αναγνωριστεί ως ένα από τα σημαντικότερα ονόματα της μοντέρνας τέχνης. Εκτός από το ντανταϊσμό, το νέο-ιμπρεσιονισμό, τον κυβισμό και τον υπερρεαλισμό, ο καλλιτέχνης ασχολήθηκε και με το φοβισμό, τον ορφισμό, αλλά και το φουτουρισμό.
Η εμμονή του με τα αυτοκίνητα και η ευκολία του στο να καθαιρεί (λεκτικά) μεγάλους καλλιτέχνες του παρελθόντος, θυμίζει έντονα το έργο, τόσο του Φ. Τ. Μαρινέττι, όσο και του Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι. Είναι μάλλον ειρωνικό πως τα σημαντικότερα έργα του Πικαμπιά εκτίθενται σήμερα στα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου.
Πηγή: https://artviews.gr/i-epanastatiki-protoporia-tou-gallou-monternisti-fransis-pikabia//