Συνέντευξη Δάκη
Της Ελεάνας Πλέσσα
Οι φίλοι για τον Δάκη:
Γεννηθήκατε στην Αλεξάνδρεια. Τι ρόλο έπαιξε αυτή σας η καταγωγή στο να μπορείτε με τόση ευκολία να τραγουδάτε σε τόσες γλώσσες? Για παράδειγμα, στο άλμπουμ «Moments» τραγουδάτε σε 7.
Είμαι τυχερός που γεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια, νιώθω ευλογημένος. Ήταν μια τελείως διαφορετική νοοτροπία, ζούσαμε παν-ήρεμα. Όσο για τις γλώσσες τις μάθαινες δίχως να το πάρεις χαμπάρι, δίχως να το καταλάβεις. Παίζαμε με τα παιδιά, με τα γειτονόπουλα, και ο ένας ήταν ιταλός, ο άλλος αιγύπτιος, άγγλος, εβραίος και αναγκαστικά σιγά – σιγά, για να συνεννοηθούμε, ο καθένας μάθαινε λίγο τη γλώσσα του αλλουνού. Γι αυτό και οι περισσότεροι από εκεί οι ξένοι μιλάνε και ελληνικά και γαλλικά και ιταλικά…
Θυμάμαι και από το νηπιαγωγείο όταν πήγαινα, ερχόταν η δασκάλα και μας έκανε «ξώφαλτσα» γαλλικά και αγγλικά. Μας έβγαζε «la pomme», ένα μήλο, μετά «the apple» στα εγγλέζικα. Πρώτη με έκτη δημοτικού θυμάμαι ότι είχαμε γαλλικά και αραβικά υποχρεωτικά μια ώρα την ημέρα. Αργότερα, τελειώνοντας το δημοτικό, στο γυμνάσιο πήγα στο αμερικανικό κολλέγιο. Εκεί πάλι ήταν υποχρεωτικά τα γαλλικά, τα αραβικά και τα ελληνικά που τα είχα μάθει από το δημοτικό και τα μιλούσαμε και στο σπίτι.
Αναφορικά με τις υπόλοιπες γλώσσες του moments;
Άμα μιλάς γαλλικά και αγγλικά , ιταλικά μιλούσα με τους φίλους μου, είναι απλό. Μεγάλο ρόλο έπαιξαν και τα τραγούδια βέβαια. Τραγουδώντας ιταλικά, έμαθα πολλά που δε καταλάβαινα και έβγαλα νόημα. Και τα αραβικά. Ισπανικά, ιταλικά, γαλλικά μοιάζουν πολύ και είναι εύκολο να τα μιλήσεις. Έρχεται λοιπόν η μέρα που πρωτοήρθα στην Ελλάδα το ’64 και έλεγα ότι μιλούσα τόσες γλώσσες χωρίς να ταλαιπωρηθώ. Έμειναν έκπληκτοι.
Σε ποιά ηλικία ήρθατε σε επαφή με το τραγούδι?
Τραγουδούσα από πολύ μικρός στο μπάνιο που είχε κι ωραίο αντίλαλο. Ήξερα ότι τραγουδούσα καλά αλλά ντρεπόμουν πάρα πολύ και δημοσίως στις παρέες δεν τραγουδούσα. Στο σχολείο θυμάμαι είχαμε μάθημα ωδικής και είχα μηδέν γιατί δε τραγουδούσα ποτέ. Ερχόταν η σειρά μου στο μάθημα και δεν άνοιγα το στόμα μου.
Η πρώτη σας συναυλία ή η πρώτη φορά που βρεθήκατε αντιμέτωπος με κοινό;
Στην Αίγυπτο, στην Αλεξάνδρεια, είχα γνωρίσει κάτι παιδιά που ήταν ερασιτέχνες και αυτοί και κάναμε ένα γκρουπάκι. Όταν δεν ντρεπόμουν τραγουδούσα στον σύλλογο των ελλήνων αιγυπτιωτών , γιατί αιγυπτιώτες λέγονται οι έλληνες που είναι γεννημένοι στην Αίγυπτο, όχι αιγύπτιοι, αλλά αιγυπτιώτες, όσο παράξενο και αν ακούγεται! Τραγουδούσα εκεί λοιπόν. Στην οικογένεια μου από τη μεριά της μητέρας μου όλοι καλλιτέχνες ενώ από τη πλευρά του πάτερα μου όλοι άσχετοι με τη καλλιτεχνία και με τη μουσική προπαντός.
Η μητέρα μου είχε τα αδέρφια της που τραγουδούσαν πολύ ωραία. Ο ένας θείος μου, ήταν τότε ηθοποιός στην Αθήνα στην οπερέτα και τραγουδούσε, τα άλλα μου ξαδέρφια, ο Νάσος και ο Στέλιος ήταν μουσικοί, κιθαρίστες. Ο ένας ήταν μάλιστα με τη Μούσχουρη χρόνια και ο άλλος με τον Bob Azzam. Εγώ ακόμη δεν τραγουδούσα αλλά είχα πάψει λιγάκι να ντρέπομαι τόσο πολύ. Είχε έρθει ο ξάδερφος μου από μια περιοδεία το 1962 με ένα καινούργιο πράγμα για εκείνη την εποχή, το μαγνητόφωνο. Ήταν αυτά τα μπομπινόφωνα Grundig. Στην ερώτηση μου «τι είναι αυτό» ο ξάδερφος μου, μου απάντησε: «με αυτό τραγουδάμε. Μιλάμε και μας παίρνει τη φωνή.»
Έπαιζε και κιθάρα ο ξάδερφος μου. Παίζει λοιπόν και τραγουδάω κι εγώ, απορώ πως τραγούδησα. Ένα τραγούδι ήταν τότε σουξέ, το «you mean everything to me”. Γράφτηκε στο μπομπινόφωνο και άκουσα τη φωνή μου. Φεύγει ο ξάδερφος μου να κάνει πρόβα με έναν μαέστρο που δούλευε, μιας και ήταν επαγγελματίας. Καθώς έψαχναν να βρουν ένα τραγούδι, πέφτουν πάνω στο κομμάτι που είχαμε ηχογραφήσει. Ρωτάει ο μαέστρος «τι είναι αυτό;» και τον παρότρυνε να πάω. Ο ξάδερφος μου είπε ότι είμαι μικρός, εν τέλει όμως πήγα. Τώρα, πως πήγα και πως τα κατάφερα, δεν ξέρω.
Θυμάμαι την εξής σκηνή: ο πατέρας μου ήταν ανένδοτος και προκειμένου να πεισθεί, με πήγε σε έναν φίλο του μαέστρο που ήταν ιταλός να με ακούσει. Πήγα στο σπίτι και δεν τραγουδούσα. Ο μαέστρος σηκώνεται και φεύγει, πάει στη κουζίνα και μου λέει «τραγούδα μόνος σου». Μετά από λίγο σκέφτηκα ότι ήταν ντροπή που ήμουν αμίλητος και τραγούδησα. Είπε στον πατέρα μου να με αφήσει γιατί είχα καλή φωνή. Έτσι, έκανα πρακτική έξι μήνες, τραγουδούσα τζάμπα μαζεύοντας ρεπερτόριο. Με έβγαζαν αργά, όταν δεν είχε πολύ κόσμο και έτσι, το νερό μπήκε στο αυλάκι.
Έτσι ξεθαρρέψατε λοιπόν!
Ξεθάρρεψα; Μέχρι και σε γιατρό είχα πάει να μου δώσει ηρεμιστικά για να μπορώ να βγω να τραγουδήσω. Ξύπναγα το πρωί και σκεπτόμενος ότι το βράδυ θα έβγαινα στη σκηνή να τραγουδήσω, είχα αγωνία όλη τη μέρα.
Μιας και αναφερθήκατε σε συγγενείς, είστε συγγενείς με τον Ντέμη Ρούσσο. Πως και δεν ακλουθήσατε τα βήματα του ώστε να κάνετε διεθνή καριέρα? Σας πρότεινε να συνεργαστείτε στο εξωτερικό? Τι σας κράτησε πίσω?
Με τον Ντέμη έχουμε συγγένεια από τη μεριά της μητέρας μου. Είχα ήδη ξεκινήσει ως τραγουδιστής και δούλευα στο Χίλτον το 1968 και ο Ντέμης ξεκινούσε μαζί με τους Forminx να πάνε να κάνουν μια καριέρα στο εξωτερικό. Πήγαν αεροπορικώς στο Λονδίνο και το union των μουσικών δεν μπόρεσε να περάσει επειδή είχαν μουσικά όργανα μαζί. Τους βάζουν λοιπόν στο τρένο να γυρίσουν πίσω. Έτσι όπως γυρνούσαν μέσω Γαλλίας έπεσαν στον Μάη του ‘68 και αποκλείονται εκεί. Έτσι, σιγά – σιγά τους άκουσαν και έγινε ο Ντέμης ο Ρούσσος.
Πήγα αργότερα στο Παρίσι και έκανα ένα demo δίσκο στα γαλλικά και μου είπαν να μείνω εκεί για έξι μήνες ώστε να το προωθήσουμε. Γιατί έξω δεν είναι όπως εδώ στην Ελλάδα που τραγουδάς και πας σε ένα κεντράκι μικρό και βγάζεις ένα μεροκάματο. Έξω ή τραγουδάς και είσαι φίρμα και βγάζεις λεφτά ή πεθαίνεις της πείνας. Δεν έχει αυτά τα λίγα που μπορεί να κάνει εδώ ένας καινούργιος τραγουδιστής. Έπρεπε λοιπόν να μείνω έξι μήνες, να περιμένω να κάνω κανένα τηλεοπτικό, αλλά δεν μπορούσα να μείνω γιατί εδώ είχα τους γονείς μου οι οποίοι ζούσαν από μένα, εγώ τους είχα φέρει από την Αίγυπτο. Είχα και συμβόλαιο τότε με τον Διογένη και ήταν πολύ δύσκολη κατάσταση. Είπα λοιπόν ότι δεν μπορώ να μείνω και γύρισα πίσω.
Θα θέλατε όμως να είχατε συνεργαστεί μαζί; Ταίριαζαν τα μουσικά σας γούστα; Για παράδειγμα να είχατε ενταθεί στους Aphrodite’s child;
Βεβαία και θα μπορούσα αλλά δε νομίζω να δουλεύαμε μαζί, ο Ντέμης έκανε μόνος του καριέρα. Μπορεί να έκανα κι εγώ μόνος μου αλλά θα πω κάτι πολύ παράξενο: δεν θα ήθελα μια τόσο μεγάλη δόξα, να μην μπορώ να χαρώ τις μικροχαρές της ζωής, να μπορώ να περπατήσω χωρίς να με κυνηγάνε και να μου σκίζουν τα ρούχα οι θαυμάστριες. Αν και αυτά τα έζησα σε μικρή κλίμακα όταν έγινα γνωστός, δεν τα έζησα σαν αυτό το χάλι της Ευρώπης.
Θυμάμαι όταν ήμασταν στο Παρίσι με τον Ντέμη, ήταν ένα δρομάκι όπου ήταν το στούντιο και απέναντι ένα εστιατόριο όπου πηγαίναμε να φάμε. Δεν μπορούσες να περάσεις από τους τόσους θαυμαστές που περίμεναν απ’ έξω από το στούντιο, υπήρχαν οι security οι οποίοι μας βοηθούσαν ανοίγοντας δρόμο για να φτάσουμε απέναντι. Αυτό δεν είναι ζωή, είναι μια χρυσή φυλακή που δεν την μπορώ.
Όσοι αναφέρονται σε εσάς ξεχωρίζουν την ευγένεια σας. Θέσατε στόχους που κυρίως επιτεύχθηκαν με αυτή τη συμπεριφορά ή που δεν πραγματοποιήθηκαν;
Δεν θα το έλεγα ευγένεια. Θα έλεγα ότι δεν είμαι θρασύς. Μπορείς να είσαι και θρασύς και ευγενής, αλλά θρασύς δεν είμαι. Δεν έχω καν το θάρρος να πάω να χτυπήσω μια πόρτα και να πω ότι τραγουδάω. Θυμάμαι όταν πρωτοήρθα στην Ελλάδα και έπρεπε να πάω στον Μίμη Πλέσσα να με ακούσει, είχα μάθει και ένα – δύο κομμάτια δικά του, θυμάμαι συγκεκριμένα το «Θα κλέψω τα τριαντάφυλλα» και έτρεμαν τα πόδια μου, σκεφτόμουν να μην πάω. Τελικά πήγα και με άκουσε. Γενικότερα όμως δεν είμαι ο άνθρωπος που θα κυνηγήσω, ντρέπομαι και δεν θέλω να χτυπάω πόρτες τρώγοντας «χυλόπιτες».
Από ποια μουσική σκηνή θεωρείτε ότι σας αναγνώρισε ο κόσμος; Χρωστάτε σε κάποιον το ξεκίνημα και την καθιέρωση σας;
Πιστεύω μεγάλο βοήθημα ήταν το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης όπου τραγούδησα εκεί. Τότε τηλεοράσεις και τέτοια μέσα δεν υπήρχαν και μέσω του φεστιβάλ με έμαθε πάρα πολύς κόσμος.
Το pop ή μοντέρνο τραγούδι ή όπως το χαρακτηρίζετε εσείς, είτε γνωρίζει ραγδαία άνθιση, είτε περνάει μεγάλες περιόδους σιωπής. Για εσάς ποιες ήταν οι περίοδοι της αναγνώρισης και ποιές οι περίοδοι σιωπής;
Δεν νομίζω ότι φταίει το pop τραγούδι ή όχι, νομίζω ότι όλοι οι καλλιτέχνες κάνουν τον κύκλο τους. Υπήρξαν πέντε χρόνια που δεν είχα κάνει δίσκο και δεν φταίει το pop ή το λαϊκό. Κάποιος είχε πει ότι η επιτυχία στον καλλιτέχνη είναι σαν τη βροχή. Δεν ξέρεις πότε θα αρχίσει και πόσο θα κρατήσει. Σταματάει, ξαναρχίζει, έχω κάνει πολλά σκαμπανεβάσματα στη καριέρα μου.
Όταν ήρθατε στην Ελλάδα την εποχή των 60’s – 70’s, δεν ξεχωρίσατε με ελληνικό αλλά με γαλλικό τραγούδι, όπως το «monsieur cannibal», το «tu veux ou tu veux pas» Πως βλέπατε τότε τη μουσική βιομηχανία και πως την βλέπετε σήμερα;
Τότε ήταν χαρά Θεού. Υπήρχαν δίσκοι, υπήρχαν τα ραδιόφωνα τα οποία έπαιζαν τη μουσική σου δίχως να χρειάζεται να πληρώσεις με φακελάκια, ήταν πολύ πιο απλά τα πράγματα και η αξία του καλλιτέχνη φαινόταν. Τώρα δυστυχώς δεν είναι έτσι, είναι πολύ άσχημα τα πράγματα γιατί δεν υπάρχει πια δισκογραφία.
Αποτελείτε είδωλο των 90’s με τις μεγάλες σας επιτυχίες «Θωρακισμένη Μερσεντές», «Αλαλούμ» , «Τσάι με Λεμόνι». Σήμερα, αναβιώνετε το 90’s κάνοντας sold–out περιοδείες. Νιώθετε κάτι διαφορετικό στην ατμόσφαιρα και τη δυναμική των συναυλιών σας συγκρίνοντας το 90’s κοινό με το σημερινό;
Καμία διαφορά, το ίδιο πράγμα είναι. Μάλιστα, τώρα πια διαπιστώνω την ώρα που τραγουδάω στα μάτια του κοινού, τουλάχιστον σε αυτούς που είναι μπροστά μου και μπορώ να τους βλέπω, ένα βλέμμα γεμάτο αγάπη και αυτό είναι πολύ σημαντικό.
Το κοινό είναι της τότε εποχής ή βλέπετε πιο νέο κόσμο;
Ανάμεικτο. Αν κάποτε η μαμά άκουγε τους δίσκους, το παιδί επηρεάζεται. Μου έχει τύχει να έρθουν σε συναυλία όλα τα μέλη της οικογένειας πέρα από τη γιαγιά η οποία ήταν στο σπίτι της πολύ ευτυχισμένη.
Ετοιμάζετε κάποιο νέο project το οποίο θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας;
Νέο project όχι, έκανα πρόσφατα ένα remake ενός κομματιού που είχε πρωτοβγεί το 1947 σε εκτέλεση της Σμαρούλας Γιούλη, όταν ήταν ακόμη τραγουδίστρια και όχι ηθοποιός, και λέγεται «σήμερα». Μου το τραγουδούσε η μητέρα μου στην Αλεξάνδρεια, είναι παιδικό μου βίωμα. Έγινε μια πολύ ωραία διασκευή και πάει καλά!
Για πρώτη φορά στον ελληνικό κινηματογράφο, στην ταινία «Γοργόνες και Μάγκες», ακούγεται η δική σας φωνή να τραγουδά το «Τόσα Καλοκαίρια», δίχως να έχουμε την όψη σας στο πλάνο, ενώ σε όλο το υπόλοιπο μήκος της ταινίας είδαμε κανονικά όλους τους τραγουδιστές στις σκηνές για τις οποίες προορίζονταν. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι, υπό ένα πρίσμα, το τραγούδι σας αποτέλεσε το πρώτο «ελληνικό βίντεο κλιπ». Γυρίστηκε εσκεμμένα κατ’ αυτό τον τρόπο η σκηνή;
Είναι το πλήγμα μου. Είχαμε κανονίσει με τον Δαλιανίδη να πάμε στην Ύδρα όπου γίνονταν τα γυρίσματα. Τότε δούλευα στο Χίλτον. Την ημέρα που είχα ρεπό είχε συμφωνηθεί να γινόταν το δικό μου γύρισμα στο νησί. Κάπως άλλαξε το ordinoκαι αντί για Δευτέρα, το γύρισμα ορίστηκε για Τρίτη. Πήγα να αλλάξω την άδεια μου και μου είπαν πως αν πάω στο γύρισμα να μην ξαναγυρίσω στη δουλειά. Δεν πήγα λοιπόν στο γύρισμα και ο Δαλιανίδης έκανε την μαεστρία που είδατε στη ταινία.
Μία ευχή που θα θέλατε να δώσετε στους αναγνώστες του περιοδικού και όλους σας τους θαυμαστές που θα διαβάσουν το αφιέρωμα;
Τους ευχαριστώ όλους πολύ που με αγαπάνε ακόμα μετά από μισό αιώνα και κάτι χρόνια, γιατί από την αγάπη τους τραγουδάω ακόμα. Και να θυμόμαστε, υγεία πάνω απ’ όλα!