Γράφει ο Δρ. Παναγιώτης Ν. Σφαέλος∗
Η αρχή του Κράτους Δικαίου αποτελεί θεμελιώδη κανόνα κάθε δημοκρατικής πολιτείας που χαρακτηρίζεται από την ισότητα όλων των πολιτών έναντι του νόμου, του σεβασμού της υπεροχής του νόμου, της διάκρισης των εξουσιών, της συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων, της νομιμότητας, της μη αυθαιρεσίας , της διαφάνειας και την προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το Κράτος Δικαίου συνδέεται άρρηκτα με τις παραπάνω αρχές και τυχόν παραβίαση αυτής σημαίνει αυτομάτως και παραβίαση όλων των υπολοίπων αρχών. Το Κράτος Δικαίου και οι δικαστικοί ελεγκτικοί μηχανισμοί αποτελούν μέσα αποτροπής της κατάχρησης εξουσίας σε κάθε δημοκρατικό πολίτευμα.
Στην ευρωπαϊκή έννομη τάξη, η έννοια του Κράτους Δικαίου απέκτησε έναν υπέρ-συνταγματικό χαρακτήρα καθώς κατά την ερμηνεία της το Δικαστήριο της ΕΕ (ΔΕΕ) πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις κοινές αξίες των κρατών μελών με σεβασμό προς τις συνταγματικές τους παραδόσεις, οι οποίες αποτέλεσαν άλλωστε και την βάση για δημιουργίας της ΕΕ. Η αρχή του Κράτους Δικαίου δεσμεύει κάθε θεσμικό όργανο της ΕΕ αλλά και των κρατών μελών της. Μάλιστα, ένα από τα κριτήρια για την ένταξη ενός κράτους στην ΕΕ αποτελεί και το κράτος δικαίου μαζί με την σταθερότητα των θεσμών που εγγυώνται τη δημοκρατία, τα δικαιώματα του ανθρώπου και την προστασία των μειονοτήτων. Το προοίμιο του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. αναφέρει ότι «η Ένωση […] ερείδεται στις αρχές της δημοκρατίας και του Κράτους Δικαίου») και το άρθρο 2 της Συνθήκης για την Λειτουργία της ΕΕ (ΣΛΕΕ) αναφέρει ότι «η Ένωση «στηρίζεται στις αξίες του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, του Κράτους Δικαίου και του σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων».
Τον Δεκέμβριο του 2020, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε τον Κανονισμό 2020/2092 «περί γενικού καθεστώτος αιρεσιμότητος για την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης», δίνοντας στην ΕΕ την εξουσία να παρακρατεί χρηματοδότηση από τα κράτη μέλη εάν διαπιστωθεί ότι παραβίασαν το Κράτος Δικαίου. Αφού η Πολωνία και η Ουγγαρία αμφισβήτησαν τον Κανονισμό, το ΔΕΕ αποφάσισε ότι η ΕΕ θα μπορούσε να παρακρατήσει τη χρηματοδότηση εφόσον οι παραβιάσεις του Κράτους Δικαίου απειλούν «τη χρηστή οικονομική διαχείριση του προϋπολογισμού της Ένωσης» (Υπόθεση C-157/21, 22/2/2022). Αυτή η απόφαση άνοιξε το δρόμο για να αρχίσουν οι Ευρωπαϊκές Αρχές να παρακρατούν χρηματοδότηση από τη Ουγγαρία και την Πολωνία.
Η ΕΕ πίεσε επιτυχώς την Ουγγαρία και την Πολωνία να υιοθετήσουν ορισμένες μεταρρυθμίσεις για το Κράτος Δικαίου. Αυτή ήταν μια σημαντική εξέλιξη, καθώς μέχρι τότε η ΕΕ δεν ήταν σε θέση να επηρεάσει την πολιτική των δύο χωρών. Ωστόσο, η ΕΕ δεν πρέπει να αυταπατάται. Ο νομικός αυτός μηχανισμός από μόνος του δεν είναι αρκετός για να σταματήσει τις παραβιάσεις στον τομέα της δικαιοσύνης. Στην Ουγγαρία, ο μηχανισμός κατάφερε να πιέσει την κυβέρνηση να λάβει μέτρα κατά των παραβιάσεων του Κράτους Δικαίου, ωστόσο, δεν είναι σαφές εάν ο μηχανισμός αυτός θα έχει κάποιο αποτέλεσμα στην Πολωνία, όπου η κυβέρνηση δεν έχει κακοδιαχειριστεί τα κονδύλια της ΕΕ. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενδέχεται να μην είναι σε θέση να συνδέσει τη δικαστική ανεξαρτησία με τη διαχείριση του προϋπολογισμού, οπότε ο μηχανισμός ενδέχεται να μην έχει τη δύναμη να παρακρατήσει τη χρηματοδότηση από την Πολωνία. Επιπλέον, η Πολωνία ενδέχεται να μην είναι σε θέση να υιοθετήσει μεταρρυθμίσεις της ΕΕ εάν έρχονται σε σύγκρουση με το Πολωνικό Σύνταγμα. Μάλιστα, το Πολωνικό Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε ότι το δίκαιο της ΕΕ πρέπει να αγνοηθεί εάν έρχεται σε αντίθεση με το Πολωνικό δίκαιο. Περαιτέρω, ο Κανονισμός περί προϋποθέσεων για το Κράτος Δικαίου είναι περιορισμένος ως προς το πεδίο εφαρμογής του και επομένως ίσως δεν επαρκεί για να εμποδίσει την παραβίαση του κράτους δικαίου και των δημοκρατικών αρχών.
Το 2022, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε μια Έκθεση για το Κράτος Δικαίου, η οποία κάνει συστάσεις στα κράτη μέλη για μεταρρυθμίσεις στον τομέα της δικαιοσύνης. Πιο συγκεκριμένα, η έκθεση εξετάζει τις εξελίξεις σε βασικούς τομείς του Κράτους Δικαίου, όπως το συστήμα δικαιοσύνης, το πλαίσιο για την καταπολέμηση της διαφθοράς, τον πλουραλισμό και την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης.
Σύμφωνα με την Έκθεση, στον τομέα της δικαιοσύνης, πολλά κράτη μέλη έχουν δρομολογήσει σημαντικές μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, μεταρρυθμίσεις σε σχέση με τη σύνθεση και τις εξουσίες των δικαστικών συμβουλίων, τη βελτίωση των διαδικασιών διορισμού των δικαστών ή την ενίσχυση της αυτονομίας των εισαγγελικών αρχών. Τα κράτη μέλη θέσπισαν επίσης μέτρα που αποσκοπούν στη βελτίωση της αποδοτικότητας και της ποιότητας της δικαιοσύνης, όπως η περαιτέρω ψηφιοποίηση των δικαστικών συστημάτων, και στη διευκόλυνση της πρόσβασης στη δικαιοσύνη. Εντούτοις, εξακολουθούν να υπάρχουν διαρθρωτικά προβλήματα σε ορισμένα κράτη μέλη όσον αφορά την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης. Σε ορισμένα κράτη μέλη υπάρχουν προκλήσεις όσον αφορά τους διορισμούς σε ανώτερα δικαστήρια και σε θέσεις προέδρων δικαστηρίων. Σε άλλα κράτη μέλη, υπάρχουν ανησυχίες σχετικά με την ανεξαρτησία των εισαγγελικών αρχών και χρησιμοποιούνται πειθαρχικές διαδικασίες για τον περιορισμό της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης.
Στον τομέα τη διαφθοράς, η ΕΕ παραμένει μία από τις λιγότερο διεφθαρμένες περιοχές του κόσμου. Ωστόσο, η διαφθορά εξακολουθεί να αποτελεί σοβαρό πρόβλημα για τους πολίτες της ΕΕ. Το Ευρωβαρόμετρο του 2022 για τη διαφθορά δείχνει ότι το 68 % των ερωτηθέντων πιστεύουν ότι η διαφθορά είναι ευρέως διαδεδομένη στη χώρα τους. Σε ορισμένα κράτη μέλη, οι έρευνες και οι διώξεις σε υποθέσεις διαφθοράς είναι χρονοβόρες και οι δικαστικές αποφάσεις εξακολουθούν να μην έχουν εκδοθεί, ιδίως σε υποθέσεις υψηλού επιπέδου. Οι δημόσιοι υπάλληλοι υπόκεινται σε υποχρεώσεις γνωστοποίησης περιουσιακών στοιχείων και συμφερόντων σε όλα τα κράτη μέλη, αλλά οι υποχρεώσεις αυτές ποικίλλουν ως προς το πεδίο εφαρμογής, τη διαφάνεια και την προσβασιμότητα των γνωστοποιούμενων πληροφοριών, καθώς και ως προς το επίπεδο και την αποτελεσματικότητα της επαλήθευσης και της επιβολής.
Στο τομέα του πλουραλισμού και της ενημέρωσης, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι αφενός η πανδημία και αφετέρου ο πόλεμος της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας κατέδειξαν τον καίριο ρόλο των δημοσιογράφων και των ΜΜΕ στον έλεγχο των γεγονότων και την αντικειμενική ενημέρωση των πολιτών. Αρκετά κράτη μέλη έχουν εγκρίνει ή εξετάζουν μέτρα για τη βελτίωση της ασφάλειας και των συνθηκών εργασίας των δημοσιογράφων, με βάση τις πρόσφατες πρωτοβουλίες της Επιτροπής. Μετά την τελευταία έκθεση, αρκετά κράτη μέλη έχουν καταβάλει προσπάθειες για τη βελτίωση της διαφάνειας της ιδιοκτησίας των μέσων ενημέρωσης. Εξακολουθούν να υπάρχουν όμως ανησυχίες σχετικά με την έλλειψη διαφάνειας στην κατανομή της κρατικής διαφήμισης, τη σύγκρουση συμφερόντων και τα εμπόδια που σχετίζονται με την πρόσβαση σε δημόσια έγγραφα. Για πρώτη φορά, μάλιστα, η Επιρρεπή εξετάζει και τα δημόσια μέσα ενημέρωσης, αναγνωρίζοντας τον ιδιαίτερο ρόλο τους για την κοινωνία και τη δημοκρατία. Απαιτούνται εγγυήσεις για να διασφαλιστεί ότι προστατεύεται η ανεξαρτησία των δημόσιων μέσων ενημέρωσης και ότι η δημόσια χρηματοδότηση είναι επαρκής και δεν χρησιμοποιείται για την άσκηση πολιτικής πίεσης στα εν λόγω μέσα ενημέρωσης, όπως περιγράφεται στα ευρωπαϊκά πρότυπα.
Η Επιτροπή εξέδωσε σειρά συστάσεων που καλύπτουν, μεταξύ άλλων, τη διαφανή και δίκαιη κατανομή της κρατικής διαφήμισης, την ανεξάρτητη διακυβέρνηση των δημόσιων μέσων ενημέρωσης και μέτρα για τη βελτίωση της ασφάλειας των δημοσιογράφων. Η νέα νομοθεσία για την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης θα στοχεύει στην αντιμετώπιση αρκετών από τα ζητήματα που προσδιορίζονται στις εκθέσεις για το κράτος δικαίου.
Σύμφωνα με την έκθεση, τα κράτη μέλη συνέχισαν να βελτιώνουν την ποιότητα των νομοθετικών διαδικασιών τους. Τα συνταγματικά δικαστήρια εξακολουθούν να διαδραματίζουν καίριο ρόλο στο σύστημα ελέγχων και ισορροπιών, συμπεριλαμβανομένης της εποπτείας των μέτρων έκτακτης ανάγκης, καθώς και σε άλλους τομείς, όπως οι εκλογές. Σε ορισμένα κράτη μέλη το καθεστώς των οργανισμών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των διαμεσολαβητών και άλλων ανεξάρτητων αρχών ενισχύθηκε περαιτέρω. Στην πλειονότητα των κρατών μελών, υπάρχει ευνοϊκό και υποστηρικτικό περιβάλλον για την κοινωνία των πολιτών.
Για πρώτη φορά, η έκθεση εξετάζει επίσης την εκτέλεση από τα κράτη μέλη των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Η έκθεση εξετάζει επίσης τις αντιδράσεις των ελέγχων και ισορροπιών των κρατών μελών όσον αφορά τη χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού. Εφόσον συνδέεται με την εθνική ασφάλεια, η χρήση των εν λόγω εργαλείων θα πρέπει να υπόκειται σε εθνικούς ελέγχους και ισορροπίες.
Η Επιτροπή καλεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο να συνεχίσουν γενικές και ειδικές ανά χώρα συζητήσεις βάσει της παρούσας έκθεσης. Καλεί επίσης τα εθνικά κοινοβούλια και άλλους βασικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της κοινωνίας των πολιτών, να συνεχίσουν τον εθνικό διάλογο για το κράτος δικαίου. Τέλος, η Επιτροπή καλεί τα κράτη μέλη να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις που προσδιορίζονται στην έκθεση και είναι έτοιμη να τα βοηθήσει στις προσπάθειες που καταβάλλουν, συμπεριλαμβανομένης της εφαρμογής των συστάσεων.
Συνολικά, βλέπουμε ότι η διαφάνεια και η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης δεν είναι δεδομένη στην ΕΕ. Πολλά κράτη μελή παραβιάζουν, περισσότερο η λιγότερο, τους ευρωπαϊκούς κανόνες περί κράτους δικαίου αφού παρεμβαίνουν στην δικαιοσύνη ενώ τα ΜΜΕ κατευθύνονται με κρατική χρηματοδότηση, κάτι που ζήσαμε πρόσφατα και στην χώρα μας. Επίσης, το ζήτημα των παρακολουθήσεων εγείρει σοβαρά ζητήματα παραβίασης των ατομικών δικαιωμάτων. Στην Ελλάδα, η ανυπαρξία συνταγματικού δικαστηρίου που να ελέγχει τη συνταγματικότητα των νομών είναι μια σοβαρή θεσμική αδυναμία. Η κατάχρηση εξουσίας είναι πολύ σοβαρό θέμα και η ΕΕ έχει τα κατάλληλα θεσμικά εργαλεία για την αντιμετώπιση του φαινόμενου αυτού, αρκεί όμως να συνεργάζονται και τα κράτη μέλη σε αυτή την πανευρωπαϊκή προσπάθεια προάσπισης των αρχών του κράτους δικαίου.
*Ο Δρ. Παναγιώτης Σφαέλος είναι Νομικός, Διεθνολόγος και Δημοσιογράφος, Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Kent, Γενικός Γραμματέας του Ελληνικού Τμήματος της Ένωσης Ευρωπαίων Δημοσιογράφων και Αντιπρόεδρος του Κέντρου Διεθνών Στρατηγικών Αναλύσεων – ΚΕΔΙΣΑ. Επίσης, είναι Αναπληρωτής Καθηγητής στην Σχολή Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας. Έχει επίσης διδάξει στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας και στο IST College.