Τα Βαλκάνια έχουν χαρακτηριστεί κατά το παρελθόνως η«πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης», λόγω των εθνοτικών συγκρούσεωναλλά και της πολιτικής αστάθειας. Ως λογικό επακόλουθο, η περιοχή προσελκύει το ενδιαφέρον πολλών δρώντων, που ο καθένας επιδιώκει τους δικούς του στόχους : Από την Ε.Ε και τις ΗΠΑ, μέχρι και την Κίνα, τα Βαλκάνια αποτελούν «πεδίο μάχης» για το ποιος θα εξασφαλίσει μεγαλύτερο μερίδιο επιρροής. Παραδόξως, σε αυτό το παιχνίδι είναι απούσα μια χώρα : η δική μας.Η αλήθεια είναι πως για αρκετά χρόνια, δεν είχαμε δώσει την πρέπουσα έμφαση στην άμεση γειτονιά μας. Αυτό οφειλόταν εν μέρει στο ό,τι η Ελλάδα «ανήκε στη Δύση», ενώ τα Βαλκάνια βρισκόταν πίσω από το «Σιδηρούν Παραπέτασμα» , αλλά και στο γεγονός πως βλέπαμε την συγκεκριμένη περιοχή ως πηγή προβλημάτων, όπως για παράδειγμα με το Μακεδονικό Ζήτημα. Σήμερα, είναι ευρέως αποδεκτό πως η Ευρωπαϊκή προοπτική των Βαλκανικών κρατών, είναι ο δρόμος για την σταθερότητα και την ευημερία στην περιοχή. Και σε αυτό η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να παίξει ενεργό ρόλο.
Στις διεθνείς σχέσεις, ένα κράτος μπορεί να πετύχει τους στόχους του, μέσω της σκληρής και της ήπιας ισχύος. Η σκληρής ισχύς σχετίζεται κυρίως με την στρατιωτική και την οικονομική δύναμη ενός κράτους, ενώ η ήπια ισχύς σχετίζεται με τον πολιτισμό και την κουλτούρα. Στο κομμάτι της σκληρής ισχύος, η Ελλάδα έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο κατά τα τελευταία χρόνια: η χώρα μας έχει ήδη παραλάβει 10 Rafale, ενώ το 2025, θα παραλάβουμε και την πρώτη φρεγάτα Belharra. Οι υπόλοιπες δυο αναμένεται να παραδοθούν στην Ελλάδα μέχρι το 2026. Τα εξοπλιστικά προγράμματα συνεχίζονται και η χώρα αναβαθμίζεται. Απόδειξη αυτού, είναι η ενόχληση των γειτόνων, οι οποίοι γνωρίζουν πως όταν ολοκληρωθούν τα εξοπλιστικά μας προγράμματα, θα έχουμε πλεονέκτημα στο Αιγαίο και επομένως θα είναι πιο δύσκολο ένα ελεγχόμενο θερμό επεισόδιο και κατά επέκταση, να μας σύρουν σε διάλογο για όλα τα θέματα.Στο κομμάτι της οικονομίας από την άλλη, φαίνεται να αφήνουμε πίσω μας τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης, χωρίς αυτό να σημαίνει πως η χώρα μας είναι έτοιμη να κάνει τεράστια οικονομικά ανοίγματα.
Όμως, το εθνικό συμφέρον δεν κατακτιέται μόνο με ατσάλι και φωτιά. Μερικές φορές, χρειάζεται να κερδίσεις το μυαλό και τις καρδιές των ανθρώπων. Και εκεί έρχεται η ήπια ισχύς να παίξει ένα σημαντικό ρόλο. Η αλήθεια είναι πως στο τομέα της ήπιας ισχύος, αν και έχουμε κατορθώσει αρκετά, υπάρχει ακόμα χώρος για πρόοδο.Στον δυτικό κόσμο, είναι γνωστό πως «πουλάει» το οτιδήποτε έχει σχέση με τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό : από τους μεγάλους φιλοσόφους και τα συγγράμματα τους, μέχρι τα έργα τέχνης, το αρχαιοελληνικό πνεύμα «γοητεύει» τους Ευρωπαίους. Αυτό βέβαια, είναι περισσότερο αποτέλεσμα της ίδιας της αγάπης και του ενδιαφέροντος των Ευρωπαίων για την Αρχαία Ελλάδα, παρά κάποιας οργανωμένης προσπάθειας από πλευράς του Ελληνικού κράτους. Φυσικά, έχουν υπάρξει προσπάθειες από ινστιτούτα, οργανισμούς, καθώς και καμπάνιες από το Υπουργείο Πολιτισμού, αλλάδεν μπορούν να συγκριθούν με τις αντίστοιχες άλλων κρατών.
Στα Βαλκάνια, μας δίνεται η ευκαιρία, όχι μόνο να οργανώσουμε και να αναπτύξουμε την ήπια ισχύ μας, αλλά και να ακολουθήσουμε μια διαφορετική προσέγγιση : Οι Βαλκάνιοι δεν συγκινούνται τόσο με τον Αρχαιοελληνικό πολιτισμό όσο με την Χριστιανική πίστη. Οι Βαλκανικοί λαοί, ευτυχώς ή δυστυχώς, έχουμε έντονο το θρησκευτικό συναίσθημα. Στην παρούσα φάση, είναι δύσκολο να αποταχθεί αυτό το στοιχείο και να μοιάσουμε στο κοσμικό μοντέλο της Δύσης. Μέχρι να γίνει όμως αυτή η αλλαγή, μπορούμε να παίξουμε με τους ισχύοντες κανόνες και να κερδίσουμε πολλά.
Όπως προαναφέρθηκε, τα Βαλκάνια έχουν προσεγγίσει το ενδιαφέρον πολλών κρατών. Ένα από αυτά είναι φυσικά και η Τουρκία. Η γειτονική χώρα έχει ισχυρή παρουσία σε αρκετές Βαλκανικές χώρες, όπως την Βοσνία-Ερζεγοβίνη, την Αλβανία και την Βόρεια Μακεδονία. Η αλήθεια είναι πως η Τουρκία έχει παράδοση στην ήπια ισχύ. Μετά την κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας, η Τουρκία έσπευσε να αναθερμάνει τις σχέσεις της με τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς των Βαλκανικών κρατών, σε μια προσπάθεια να τους συνδέσει με το Οθωμανικό παρελθόν. Έτσι, μέσω διάφορων οργανισμών και ινστιτούτων, η Τουρκία προσεγγίζει κυρίως τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς για να καλλιεργήσει μια θετική άποψη για αυτή και να δημιουργήσει την εικόνα του «προστάτη» τους στην Βαλκανική. Με αυτόν τον τρόπο, η Τουρκία έχει δημιουργήσει ένα «Μουσουλμανικό τόξο» στην περιοχή των Βαλκανίων, όπου δραστηριοποιείται πολιτισμικά αλλά και οικονομικά.
Εμείς με την σειρά μας, μπορούμε να επικεντρωθούμε αρχικά στο θρησκευτικό στοιχείο, για να κερδίσουμε «την καρδία» των Βαλκάνιων.Σε κράτη όπως η Ρουμανία ή η Σερβία, όπου το θρησκευτικό στοιχείο είναι έντονο, η ορθόδοξη παράδοση είναι αρκετή για να γοητεύσει. Όπως οι Τούρκοι προσεγγίζουν τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς, έτσι και εμείς μπορούμε να προσεγγίσουμε τους χριστιανούς.Αυτό μπορεί να επιτευχθεί σε αρχικό στάδιο, με διοργανώσεις συνεδρίων, επίσημες επισκέψεις υψηλόβαθμων κληρικών καθώς καισυνεργασίες στον τομέα του θρησκευτικού τουρισμού. Σε δεύτερο στάδιο, πρέπει να κερδίσουμε το «μυαλό» των γειτόνων μας. Αυτό μπορεί να πετύχει κυρίως με έντονη επιχειρηματική και εμπορική δραστηριότητα. Σε ένα μεταγενέστερο στάδιο, θα μπορούσαμε ενδεχομένως να κάνουμε λόγο και για άνοιγμα θρησκευτικών σχολών όπου θα διδάσκονται και τα ελληνικά ως γλώσσα, αλλά αυτό προϋποθέτει σταθερή παρουσία και χρηματοδότηση.
Υπάρχει και ένα επιπλέον «θαρραλέο» βήμα, αλλά αυτό προϋποθέτειμακροχρόνιο σχεδιασμό, έρευνα, εμπιστοσύνη αλλά και αλλαγή νοοτροπίας στην Ελλάδα. Θα μπορούσαμε να δοκιμάσουμε να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη των μουσουλμανικών πληθυσμών των Βαλκανίων. Εκ πρώτης όψεως, φαίνεται ακατόρθωτο έως και παράλογο. Πως θα μπορούσε η Ελλάδα να «χωθεί» εκεί που η Τουρκία έχει ήδη ισχυρούς δεσμούς; Η απάντηση βρίσκεται στην μουσουλμανική μειονότητα στη Θράκη. Ενδεχομένως, θα μπορούσαμε να την αναβαθμίσουμε και να την μετατρέψουμε σε ένα πολύτιμο εργαλείο εξωτερικής πολιτικής. Η τακτική προσέγγισης των μουσουλμανικών πληθυσμών θα ήταν παρόμοια με την προσέγγιση των χριστιανικών πληθυσμών : προώθηση των μουσουλμάνων της Θράκης, μέσω εκδηλώσεων και συνεδριών, ώστε να βρεθούν τα κοινά στοιχεία και να δημιουργηθεί ένας δίαυλος επικοινωνίας, και κατά επέκταση, συνεργασίας με το μουσουλμανικό στοιχείο της Βαλκανικής. Για αρχή, θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε με τους Πομάκους, που γνωρίζουμε πως δεν τρέφουν φιλικά αισθήματα για την Τουρκία.Για να πετύχει αυτό όμως, απαιτείται συνέχεια και συνοχή σε βάθος χρόνου.
∗ Ο Θεόδωρος Γιαννόπουλος είναι απόφοιτος του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς, Μέλος του Ελληνικού Τμηματος της Ένωσης Ευρωπαίων Δημοσιογράφων