Γράφει ο Δρ. Παναγιώτης Σφαέλος∗
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία δημιούργησε νέα δεδομένα στο παγκόσμιο γεωπολιτικό στερέωμα. Ο αιματηρός πόλεμος που διεξάγεται στην Ουκρανία εδώ και ένα χρόνο μας πάει πολλές δεκαετίες πίσω δημιουργώντας μια ανθρωπιστική κρίση στην Ευρώπη. Περαιτέρω, η κρίση αυτή επεκτείνεται και στον οικονομικό τομέα με παγκόσμιες γεωοικονομικές επιπτώσεις που ήδη βιώνουμε με την αύξηση στις τιμές βασικών προϊόντων αλλά και την κατακόρυφη αύξηση των τιμών στα καύσιμα. Βέβαια, η απαρχή της ενεργειακής κρίσης δεν τοποθετείται στην έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία αλλά κατά την περίοδο ανάκαμψης των αγορών από την πανδημία Covid-19. Την περίοδο εκείνη υπήρχε έντονη ζήτηση για ενέργεια, γεγονός που οδήγησε στην αύξηση των τιμών. Με την έναρξη του πολέμου αλλά και των επακόλουθων οικονομικών κυρώσεων κατά της Ρωσίας, οι τιμές των προϊόντων αυξήθηκαν και τα φαινόμενα της ενεργειακής και επισιτιστικής κρίσης επιδεινώθηκαν.
Στον ενεργειακό τομέα, η Ρωσία ανέρχεται τρίτη παγκοσμίως στην παραγωγή αργού πετρελαίου (και δεύτερη στις εξαγωγές), δεύτερη και πρώτη στην παραγωγή και εξαγωγή φυσικού αερίου αντίστοιχα. Η Ευρώπη αποτελεί τον κορυφαίο εισαγωγέα ρωσικών ορυκτών καυσίμων. Επιπλέον, η Ρωσία και η Ουκρανία αποτελούν χώρες πλούσιες σε σιτηρά. Πιο συγκεκριμένα, το ποσοστό των εξαγόμενων ρώσο-ουκρανικών σιτηρών ανέρχονται περίπου στο 25% της παγκόσμιας αγοράς, ενώ οι κύριοι αποδέκτες των εξαγωγών αυτών είναι κατά κύριο λόγο χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου.
Καθώς λοιπόν η Ρωσία έχει μεγάλο μερίδιο στην παγκόσμια αγορά σιτηρών και ενέργειας, οι αναταραχές στην ρωσική οικονομία μπορούν να επηρεάσουν άμεσα την παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα και να δρομολογήσουν άμεσες επιπτώσεις στις εξαρτώμενες από αυτή χώρες. Μάλιστα, η ΕΕ αντιμετωπίζει το μεγαλύτερο πρόβλημα στον τομέα της ενέργειας καθώς βγαίνει σημαντικά ζημιωμένη λόγω της ενεργειακής εξάρτησης από την Ρωσία ενώ ταυτόχρονα επωφελούνται χώρες όπως η Ινδία και η Κίνα που αγοράζουν την ρωσική ενέργεια σε πολύ χαμηλές τιμές. Παράλληλα, η ΕΕ επιδιώκει εναγωνίως την ενεργειακή απεξάρτηση της από τη Ρωσία κάτι θα που έπρεπε να είχε ξεκινήσει από το 2014 όταν ξέσπασε η πρώτη κρίση στην Ουκρανία. Η σταδιακή απεξάρτηση της ΕΕ από τη ρωσική ενέργεια θα αποτελούσε πλήγμα για την ρωσική οικονομία λόγω του γεγονότος πως θα έχανε την ευρωπαϊκή αγορά που αποτελεί τον κύριο εισαγωγέα της ρωσικής ενέργειας. Αυτό πρέπει να γίνει πάντως άμεσα ώστε η ΕΕ να αποκτήσει ενεργειακή αυτονομία. Σε αυτό το σημείο, θα βοηθούσε η κατασκευή νέων ενεργειακών αγωγών στην Ανατολική Μεσόγειο και η επιτάχυνση των ερευνών και γεωτρήσεων για εκμετάλλευση κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην περιοχή.
Η έναρξη του πολέμου αλλά και οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν έχουν επηρεάσει την παγκόσμια οικονομία. Ειδικότερα η επιβολή κυρώσεων στην εξαγωγή σιτηρών και λιπασμάτων συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στη δημιουργία επισιτιστικής κρίσης κυρίως για τις χώρες του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου. Η πολιτική των κυρώσεων κατά της Ρωσίας ήταν ορθή και επιβεβλημένη για να σταματήσει τη ρωσική επιθετικότητα. Ωστόσο, η συνέχιση των κυρώσεων στον επισιτιστικό τομέα θα έχει ως αποτέλεσμα αντί να πλήξει την οικονομία της Ρωσίας και να την τιμωρήσει για την εισβολή στην Ουκρανία, να τιμωρήσει εκατομμύρια ανθρώπων στις χώρες του Τρίτου Κόσμου που ήδη ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας και να τους οδηγήσει σε μαζική μετανάστευση προς την Ευρώπη, επιβαρύνοντας ακόμα περισσότερο τα κράτη μέλη της ΕΕ. Μάλιστα, οι χώρες εισόδου στην ΕΕ (Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία κ.α.) θα υποστούν το μεγαλύτερο πλήγμα.
Για τους παραπάνω λόγους αλλά και επειδή δεν ξέρουμε πόσο θα διαρκέσει η πολεμική σύγκρουση στην Ουκρανία, η Δύση θα έπρεπε ίσως να αναθεωρήσει μερικώς την πολιτική των οικονομικών κυρώσεων κατά της Ρωσίας και να προβεί ενδεχομένως σε μερική άρση αυτών στον επισιτιστικό τομέα, έτσι ώστε οι χώρες του Τρίτου Κόσμου να μπορέσουν απρόσκοπτα να εισάγουν σιτηρά και λιπάσματα από τη Ρωσία δεδομένης της μεγάλης εξάρτησης που έχουν. Οι οικονομικές κυρώσεις ήταν σαφώς απαραίτητες ως μοχλός πίεσης προς την Ρωσία προκειμένου να σταματήσει την εισβολή και παράνομη κατοχή της Ουκρανίας, ωστόσο σε κάποιους ευαίσθητους τομείς της οικονομίας που επηρεάζουν την επισιτιστική ασφάλεια, η Δύση ίσως θα πρέπει να αναθεωρήσει μερικώς την πολιτική της ώστε να αποφευχθεί τόσο ο κίνδυνος επισιτιστικής κρίσης στις φτωχότερες χώρες του πλανήτη όσο και η συνεπακόλουθη αύξηση των μεταναστευτικών ροών προς την Ευρωπαϊκή ήπειρο.
∗ Ο Δρ. Παναγιώτης Σφαέλος BA, LLB, LLM, PhD είναι Νομικός, Διεθνολόγος και Δημοσιογράφος, Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Kent, Γενικός Γραμματέας του Ελληνικού Τμήματος της Ένωσης Ευρωπαίων Δημοσιογράφων και Αντιπρόεδρος του Κέντρου Διεθνών Στρατηγικών Αναλύσεων – ΚΕΔΙΣΑ. Επίσης, είναι Αναπληρωτής Καθηγητής στην Σχολή Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας. Έχει επίσης διδάξει στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας και στο IST College.