Γράφει ο Δρ. Παναγιώτης Σφαέλος∗
Τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών της 9ης Ιουνίου 2024 αλλάζουν τους συσχετισμούς δυνάμεων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενώ δρομολογούν άμεσες πολιτικές εξελίξεις στα κράτη μέλη της ΕΕ. Στις ευρωεκλογές υπήρξε μια σαφής στροφή προς ακροδεξιά κόμματα και μια αποδοκιμασία των πολιτικών της ΕΕ ιδιαίτερα στην Γαλλία, την Γερμανία και την Ιταλία. Οι Ευρωπαίοι πολίτες έστειλαν πολλαπλά μηνύματα με την ψήφο τους σε μια πολύ κρίσιμη στιγμή για την Ευρώπη που αντιμετωπίζει πολλές προκλήσεις λόγω του συνεχιζόμενου πολέμου στην Ουκρανία, της οικονομικής και ενεργειακής κρίσης αλλά και της μεταναστευτικής κρίσης.
Το κεντροδεξιό Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (EPP) επανεξελέγη πρώτο κόμμα στο Ευρωκοινοβούλιο, κερδίζοντας 182 έδρες, οκτώ περισσότερες έδρες σε σύγκριση με τις Ευρωεκλογές του 2019. Η κεντροαριστερή Προοδευτική Συμμαχία Σοσιαλιστών και Δημοκρατών (S&D) παραμένει το δεύτερο ισχυρότερο μπλοκ στο Ευρωκοινοβούλιο με 135 έδρες. Παράλληλα, όμως, βλέπουμε μια εντυπωσιακή άνοδο της ακροδεξιάς και του Ευρωσκεπτικισμού. Το ακροδεξιό Identity and Democracy (ID), με επικεφαλής τη Γαλλίδα Μαρίν Λεπέν, κέρδισε 58 έδρες, εννέα περισσότερες σε σύγκριση με το 2019. Τα αδέσμευτα κόμματα – στα οποία περιλαμβάνονται κόμματα τόσο από τη δεξιά όσο και από την αριστερά που δεν ανήκουν σε καμία από τις αναγνωρισμένες πολιτικές ομάδες – κέρδισαν 99 έδρες, 37 περισσότερες από το 2019. Οι Ευρωπαίοι Συντηρητικοί και Μεταρρυθμιστές (ECR), στους οποίους κυριαρχεί η Πρωθυπουργός της Ιταλίας Τζόρτζια Μελόνι, κέρδισαν τέσσερις περισσότερες έδρες από το 2019. Το φιλελεύθερο Renew Europe (RE) έχασε 22 έδρες, ενώ το κόμμα των Πρασίνων – το οποίο είχε σημειώσει ισχυρά κέρδη στις εκλογές του 2019 – δέχτηκε επίσης μεγάλο πλήγμα χάνοντας 19 έδρες.
Τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών προκάλεσαν πολιτικό σεισμό στην Γαλλία, όπου η Λεπέν κέρδισε με 31,5%, ποσοστό υπερδιπλάσιο σε σύγκριση με το κόμμα του Προέδρου Μακρόν οδηγώντας τον τελευταίο στην απόφαση για διάλυση της Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης και προκήρυξη πρόωρων βουλευτικών εκλογών σε τρεις εβδομάδες. Στην Γερμανία, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) του Γερμανού Καγκελαρίου Όλαφ Σολτς υπέστη συντριπτική ήττα, εξασφαλίζοντας περίπου 14% των ψήφων – καταλαμβάνοντας την τρίτη θέση πίσω από τη συντηρητική συμμαχία της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU) και της Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης (CSU), οι οποίες εξασφάλισαν 30% των ψήφων ενώ ο μεγάλος κερδισμένος υπήρξε το ακροδεξιό κόμμα «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD), το οποίο έλαβε το υψηλότερο ποσοστό στην ιστορία του (16% των ψήφων). Ενισχυμένη βγήκε και η Ιταλίδα Πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι το κόμμα της οποίας κέρδισε το 28% των ψήφων.
Το εκλογικό αποτέλεσμα μπορεί να θεωρηθεί ως διαμαρτυρία των Ευρωπαίων πολιτών προς την ηγεσία της ΕΕ και τις εθνικές τους κυβερνήσεις, πιστεύοντας ότι οι εν ενεργεία αξιωματούχοι έχουν αποτύχει σε πολλούς τομείς όπως η οικονομία, η ενεργειακή κρίση, η κλιματική αλλαγή, η μετανάστευση και ο πόλεμος στην Ουκρανία. Ακροδεξιά κόμματα στα κράτη μέλη εκμεταλλεύτηκαν την απογοήτευση των Ευρωπαίων πολιτών ώστε να αυξήσουν την πολιτική τους επιρροή.
Η νέα σύνθεση του Ευρωκοινοβουλίου δεν θα είναι ευνοϊκή για την προώθηση της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης καθώς θα υπάρχουν μεγάλες αντιδράσεις από τα νέα ακροδεξιά κόμματα που μπαίνουν στην Ευρωβουλή. Ιδιαίτερα στο θέμα της μετανάστευσης, τα πράγματα θα δυσκολέψουν αρκετά καθώς το νέο Μεταναστευτικό Σύμφωνο δεν έχει ακόμα υιοθετηθεί από το Συμβούλιο της ΕΕ. Η έγκριση αλλά και η εφαρμογή του εν λόγω συμφώνου θα βρει μεγάλες αντιδράσεις από τα νέα ακροδεξιά κόμματα που εξελέγησαν.
Θα υπάρξουν προβλήματα και στην πράσινη ατζέντα της ΕΕ. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, ακροδεξιά κόμματα ανακοίνωσαν ότι θα αμφισβητήσουν την εφαρμογή της Πράσινης Συμφωνίας της Ευρώπης – ένα σύνολο πολιτικών για να καταστήσουν τις πολιτικές της ΕΕ για το κλίμα, την ενέργεια, τις μεταφορές και τη φορολογία κατάλληλες για τη διασφάλιση της μετάβασης σε καθαρές μηδενικές εκπομπές άνθρακα έως το 2050.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι ένα άλλο τεράστιο θέμα που διχάζει τα κράτη μέλη. Η οικονομική στήριξη στην Ουκρανία σε έναν δύσκολο πόλεμο που πλέον διανύει τον τρίτο χρόνο, δημιουργεί προβλήματα σε πολλά κράτη μέλη. Τα ακροδεξιά κόμματα που μπήκαν στην Ευρωβουλή θα ακολουθήσουν πιθανώς την συνταγή της Ουγγαρίας μην θέλοντας να συνεισφέρουν στον πόλεμο κατά της Ρωσίας. Πιθανή ήττα του Μακρόν στις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές ενδεχομένως να μειώσει την στήριξη της ΕΕ στην Ουκρανία καθώς ο Μακρόν είναι διατεθειμένος να στείλει ακόμα και στρατεύματα στην Ουκρανία. Αν προσθέσουμε στην εξίσωση την πιθανή εκλογή του Τραμπ στις ΗΠΑ, τότε οι φωνές που λένε να τελειώσει ο πόλεμος στην Ουκρανία και να μην εμπλακεί άμεσα το ΝΑΤΟ σε μια παγκόσμια σύγκρουση με την Ρωσία θα πληθύνουν. Συνεπώς, η νέα Ευρωπαϊκή ηγεσία θα πρέπει να αποφασίσει αν θα πρέπει να ενισχύσει έναν πόλεμο που μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε χρήση πυρηνικών όπλων. Αυτές οι αποφάσεις θα διχάσουν την ΕΕ και θα βαθύνουν τις διαφορές ανάμεσα στα κράτη μέλη.
Τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών δείχνουν ότι η άνοδος της ακροδεξιάς δεν είναι παροδική αλλά ήρθε για να μείνει καθώς έχει ερείσματα στην Ευρωπαϊκή κοινωνία. Συνεπώς, πρέπει να αντιμετωπιστεί αποφασιστικά από την ηγεσία της ΕΕ όσο ακόμα τα κεντρώα κόμματα είναι κυρίαρχα στο Ευρωκοινοβούλιο. Είναι γεγονός ότι η ΕΕ βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι και τα επόμενα πέντε χρόνια θα είναι τα πιο καθοριστικά στην ιστορία της Ένωσης. Η ΕΕ θα πρέπει να δώσει έμφαση στην ενίσχυση και αυτονομία της Ευρωπαϊκής άμυνας, στην αναζωογόνηση της οικονομικής ανάπτυξης και της βιομηχανίας, στην προώθηση της καθαρής ενέργειας για μείωση της εξάρτησης από το ρωσικό φυσικό αέριο, στην αύξηση της καινοτομίας και στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των πολιτών της. Διαφορετικά, η συνοχή της Ένωσης θα κινδυνεύσει. Καθώς οι διαπραγματεύσεις για την ηγεσία της ΕΕ ξεκινούν την επόμενη εβδομάδα, η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν – η οποία πιθανώς θα επανεκλεγεί – πρέπει να δώσει προτεραιότητα στην ενότητα και να αντιμετωπίσει τις ανησυχίες των πολιτών προκειμένου να ανασχέσει το αυξανόμενο κύμα ευρωσκεπτικισμού.
Το άρθρο εκφράζει αποκλειστικά προσωπικές απόψεις και εκτιμήσεις του συντάκτη