Γράφει ο Δρ. Παναγιώτης Σφαέλος∗

Οι πρόσφατες εκλογές στη Γαλλία και στη Βρετανία σηματοδοτούν ένα νέο πολιτικό σκηνικό και στις δύο χώρες με ευρύτερες συνέπειες. Στη Γαλλία υπάρχει πλέον μια νέα δύσκολη πραγματικότητα όπου έχουμε έναν κεντρώο Πρόεδρο, τον Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος πρέπει να «συγκατοικήσει» με μια αριστερή κυβέρνηση και με μια πολύ ισχυρή ακροδεξιά ομάδα στην Γαλλική Εθνοσυνέλευση. Η Γαλλία θα δοκιμαστεί τα επόμενα χρόνια και μαζί της και όλη η ΕΕ αφού η Γαλλία είναι ένας εκ των δυο πυλώνων του Ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Στην Μεγάλη Βρετανία έχουμε μια νέα κεντροαριστερή κυβέρνηση υπό τους Εργατικούς μετά από μια μακρά διακυβέρνηση 14 ετών από τους Συντηρητικούς και μετά από την εναλλαγή πέντε Πρωθυπουργών. Η νέα εργατική κυβέρνηση του Κιρ Στάρμερ έχει να διαχειριστεί τη δύσκολη σχέση του Ηνωμένου Βασιλείου με την ΕΕ μετά από ένα επώδυνο και χρονοβόρο Brexit – για το οποίο αρκετοί Βρετανοί έχουν πλέον μετανιώσει – και έχοντας μέσα στο κοινοβούλιο πλέον το κόμμα του Νάιτζελ Φάρατζ ως τρίτη δύναμη με ο,τι αυτό συνεπάγεται. Ας δούμε όμως αναλυτικότερα τις συνέπειες των εκλογών στις δύο χώρες.

Γαλλικές εκλογές

Οι βουλευτικές εκλογές στην Γαλλία χαρακτηρίστηκαν από μεγάλες ανατροπές και εκπλήξεις και στους δύο γύρους. Η επιλογή του Γάλλου Πρόεδρου Μακρόν να πάει σε πρόωρες βουλευτικές εκλογές εξαιτίας της ήττας του κόμματος του στις Ευρωεκλογές απετέλεσε κίνηση υψηλού πολιτικού ρίσκου καθώς έβαλε την Γαλλία σε περιπέτειες. Η επικράτηση της Εθνικής Συσπείρωσης των Λεπέν – Μπαρντελά στον πρώτο γύρο των εκλογών με 32% ήταν αποτέλεσμα διαμαρτυρίας του λαού για τις πολιτικές Μακρόν στην οικονομία και στο κοινωνικό κράτος, για την αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης αλλά και για το μεταναστευτικό ζήτημα. Ασφαλώς, υπάρχει και μια μεγάλη μερίδα του γαλλικού λαού που δεν ήθελε περαιτέρω εμπλοκή της Γαλλίας στο ρώσο-ουκρανικό πόλεμο και αυτό καταγράφηκε σε ένα βαθμό στα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών αλλά και των βουλευτικών εκλογών στη Γαλλία. Είναι επίσης εξόχως σημαντικό να αναφερθεί ότι υπήρξε μεγάλη διείσδυση της ακροδεξιάς σε λαϊκά στρώματα, σε εργάτες και αγρότες που γύρισαν την πλάτη στην αριστερά και το κέντρο που ασχολείτο με τον άκρατο δικαιωματισμό σε κάθε επίπεδο αντί να κοιτάει να βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο του μέσου Γάλλου πολίτη.

Η συμμετοχή του λαού στις εκλογές ήταν μεγάλη (60% στον πρώτο γύρο και 69% στον δεύτερο γύρο) και έφτασε τα επίπεδα του 1981. Στον δεύτερο γύρο είχαμε μια μεγάλη ανατροπή καθώς η Λεπέν πήρε 37% αλλά δεν κατάφερε να συγκεντρώσει 289 έδρες από τις 577 που απαιτούνταν για την εξασφάλιση αυτοδυναμίας. Σε αυτή την ανατροπή έπαιξε ρόλο η απόσυρση των ασθενέστερων υποψηφίων των αντίπαλων κομμάτων της Λεπέν από τις εκλογές ώστε να αποτραπεί το ενδεχόμενο εκλογής του ακροδεξιού υποψηφίου. Επίσης, ρόλο έπαιξε το γεγονός ότι οι Γάλλοι πολίτες που ψήφισαν άκρα δεξιά στον πρώτο γύρο για διαμαρτυρία, στον δεύτερο γύρο επέλεξαν υποψήφιους άλλων κομμάτων ώστε να μην πάρει την εξουσία η ακροδεξιά καθώς η πολιτική κουλτούρα των Γάλλων είναι βαθιά δημοκρατική. Μην ξεχνάμε κιόλας ότι το 2002, ο πατέρας της Λεπέν είχε φτάσει στον δεύτερο γύρο όπου έχασε από τον Ζακ Σιράκ.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα του δεύτερου γύρου, το αριστερό Νέο Λαϊκό Μέτωπο του Μελανσόν βγήκε πρώτο κόμμα κερδίζοντας 182 έδρες στη Γαλλική Εθνοσυνέλευση, ποσοστό όμως όχι ικανό για την εξασφάλιση της απόλυτης πλειοψηφίας η οποία απαιτεί 289 έδρες. Ο κεντρώος συνασπισμός «Μαζί» του Εμανουέλ Μακρόν ήρθε δεύτερος με 168 έδρες και η Εθνική Συσπείρωση της Μαρίν Λεπέν εξασφάλισε 143 έδρες σχεδόν διπλασιάζοντας τις έδρες της σε σχέση με το 2022. Το συντηρητικό δεξιό κόμμα Les Républicains (LR) συγκέντρωσε με τη σειρά του 45 έδρες. Ο διπλασιασμός των εδρών της Λεπέν είναι ανησυχητικός καθώς σε επόμενες εκλογές το κόμμα της Λεπέν θα κεφαλαιοποιήσει αυτή τη επιτυχία και θα διεκδικήσει πιθανώς και την Γαλλική Προεδρία το 2027.

Η κατάσταση που διαμορφώνεται τώρα στην Γαλλία είναι κρίσιμη καθώς για έναν χρόνο δεν επιτρέπονται νέες εκλογές σύμφωνα με το Γαλλικό Σύνταγμα.  Συνεπώς, ο Μακρόν θα πρέπει να «συγκατοικήσει» με έναν αριστερό Πρωθυπουργό μέχρι τον Ιούλιο του 2025 τουλάχιστον. Η νέα Εθνοσυνέλευση θα περιλαμβάνει μια ισχυρή ακροδεξιά κοινοβουλευτική ομάδα με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Έτσι, μέχρι το 2027 ο Πρόεδρος Μακρόν θα έχει να αντιμετωπίσει αλλεπάλληλες κρίσεις και πιθανώς νέες εκλογές το 2025. Η αστάθεια στη Γαλλία σε οικονομικό επίπεδο αλλά και σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής και άμυνας θα δημιουργήσει μεγάλα προβλήματα στην ΕΕ που είναι αντιμέτωπη με την ενεργειακή κρίση και τον πόλεμο στην Ουκρανία. Μια Γαλλία που θα  βρίσκεται σε πολιτική αλλά και οικονομική κρίση λογω διαφωνίας στην οικονομική πολιτική που πρέπει να ακολουθηθεί. Ο Μελανσόν θέλει να εφαρμόσει την πολιτική του ατζέντα στο ακέραιο κάτι που ήδη προκαλεί σοβαρές αντιδράσεις. Η πιθανότητα η νέα κυβέρνηση να ακολουθήσει μια πιο φιλολαϊκή οικονομική πολιτική και να αυξήσει τις δαπάνες θα δημιουργήσει πρόβλημα στην γαλλική οικονομία και στον Ευρωπαϊκό προϋπολογισμό.

Προς το παρόν, ο Γάλλος πρωθυπουργός δεν παραιτείται προφανώς λογω και των Ολυμπιακών Αγώνων αλλά σύντομα θα πρέπει να σχηματιστεί μια συμμαχική κυβέρνηση και να επιλεγεί νέος πρωθυπουργός. Τότε θα δούμε τους νέους συσχετισμούς δυνάμεων και αν αυτή η «συγκατοίκηση» θα λειτουργήσει δεδομένης της διάστασης απόψεων που υπάρχει.

Βρετανικές εκλογές

Στην αντίπερα όχθη της Μάγχης, η Μεγάλη Βρετανία αλλάζει και αυτή σελίδα μετά από 14 χρόνια διακυβέρνησης από τους Τόρις. Από το 2010 μέχρι σήμερα, άλλαξαν πέντε πρωθυπουργοί που διαχειρίστηκαν το Brexit. Οι Εργατικοί έλαβαν 33,7% και εξέλεξαν 412 βουλευτές, οι Συντηρητικοί έλαβαν 23,7% και 120 βουλευτές, οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες έλαβαν 12,2% και 71 βουλευτές, το κόμμα του Φάρατζ Reform UK έλαβε 14,3% και 5 βουλευτές και το Εθνικό Κόμμα της Σκωτίας 2,9% και 9 βουλευτές. Οι Συντηρητικοί κατέγραψαν ίσως το χειρότερο αποτέλεσμα στην ιστορία τους. Το κόμμα έχασε περισσότερες από 250 από τις έδρες που κατείχε στο κοινοβούλιο των 650 εδρών από το 2019. Επίσης, για πρώτη φορά το κόμμα του Φάρατζ εκπροσωπείται πλέον στο Κοινοβούλιο σημειώνοντας υψηλό ποσοστό. Η εκστρατεία υπέρ του Brexit κατέστησαν τον Φάρατζ έναν από τους πλέον αναγνωρίσιμους πολιτικούς στη Βρετανία, ο οποίος ύστερα από επτά αποτυχημένες απόπειρες, κατάφερε να εκλεγεί βουλευτής φέτος, επικρατώντας του υποψηφίου των Συντηρητικών Τζάιλς Γουότλινγκ, ο οποίος κατείχε την έδρα μέχρι σήμερα.

Μετά την νίκη των Εργατικών, ο νέος Βρετανός Πρωθυπουργός Κιρ Στάρμερ δήλωσε: «Είναι σίγουρα σαφές σε όλους ότι η χώρα μας χρειάζεται μια μεγαλύτερη επαναφορά, μια εκ νέου ανακάλυψη αυτού που είμαστε», είπε, προειδοποιώντας ότι η εθνική ανανέωση που υποσχόταν θα πάρει χρόνο. Το να αλλάζεις μια χώρα δεν είναι σαν να ανοίγεις έναν διακόπτη, ο κόσμος είναι πλέον ένα πιο ασταθές μέρος».

Οι Εργατικοί παίρνουν τα ηνία σε μια Βρετανία έκτος ΕΕ με οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, τα όποια προφανώς δεν έλυσε το Brexit. Το επιχείρημα ότι η συμμετοχή στην ΕΕ αύξανε τα ελλείμματα και ότι επιβάρυνε το Ηνωμένο Βασίλειο με αυξημένες μεταναστευτικές ροές αποδείχθηκε ανακριβές καθώς και τα οικονομικά προβλήματα συνεχίστηκαν αλλά και η μετανάστευση δεν μειώθηκε δραματικά μετά το Brexit. Επίσης, η στρατηγική του «Global Britain» δεν απέδωσε όσα αναμενόταν και τώρα η Βρετανία είναι πιο απομονωμένη και οικονομικά αποδυναμωμένη χωρίς την συνεισφορά των Ευρωπαϊκών κονδυλίων. Η πολιτική των Συντηρητικών αποδυνάμωσε το κοινωνικό κράτος και διεύρυνε τις κοινωνικές ανισότητες. Οι Συντηρητικοί αύξησαν υπέρμετρα τα δίδακτρα στα πανεπιστήμια ενώ αποδυνάμωσαν το Εθνικό Σύστημα Υγείας όπου οι αναμονές για νοσοκομειακή κλίνη αυξήθηκαν δραματικά. Οι Εργατικοί στην ουσία εισέπραξαν την κούραση του βρετανικού λαού από την μακρά και αναποτελεσματική διακυβέρνηση των Συντηρητικών και τις αντιλαϊκές πολιτικές που ακολούθησαν. Επίσης, το Brexit και η διαχείριση του από τους Τόρις απογοήτευσε μεγάλο μέρος του πληθυσμού που οδηγήθηκε στους Εργατικούς και τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες.

Η νέα βρετανική κυβέρνηση έχει να αντιμετωπίσει σοβαρές προκλήσεις στην οικονομική και κοινωνική πολιτική, στην υγεία και στην παιδεία. Είναι επίσης πολύ πιθανό να υπάρξει μεγαλύτερη συνεργασία Ηνωμένου Βασιλείου και ΕΕ σε μια σειρά από θέματα όπως το εμπόριο, η έρευνα, η τεχνολογία, η άμυνα και η ασφάλεια. Μάλιστα, η νέα κυβέρνηση προτίθεται να επιδιώξει ένα νέο σύμφωνο ασφάλειας με την ΕΕ το οποίο θα προβλέπει πρόσβαση σε πληροφορίες σε πραγματικό χρόνο και θα επιτρέπει στις αστυνομικές ομάδες του Ηνωμένου Βασιλείου να διευθύνουν κοινές έρευνες με τους Ευρωπαίους ομολόγους τους.

Συμπερασματικά, μετά τις εκλογές, η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο μπαίνουν σε μια νέα εποχή. Η Γαλλία μπαίνει σε μια περίοδο πολιτικής αστάθειας ενώ στο Ηνωμένο Βασίλειο γίνεται μια νέα αρχή με την ελπίδα να μειωθούν οι αρνητικές συνέπειες από το Brexit και να αναταχθεί η οικονομία και το κοινωνικό κράτος. Στη Γαλλία, η άνοδος της ακροδεξιάς και η ανάδειξή του αριστερού Λαϊκού Μετώπου σε κυβερνητική δύναμη ήταν αποτέλεσμα της απογοήτευσης από την πολιτική Μακρόν, ενώ στο Ηνωμένο Βασίλειο η απογοήτευση και η κόπωση από την διακυβέρνηση των Συντηρητικών οδήγησε στην νίκη της κεντροαριστεράς.

 

Το άρθρο πρωτοδημοσιεύθηκε στο www.kedisa.gr