Του Παναγιώτη Σφαέλου
Η υπογραφή της ελληνογαλλικής αμυντικής συμφωνίας είναι ιστορικής σημασίας καθώς αναβαθμίζει δυναμικά τη γεωστρατηγική θέση της χώρας μας, σε μια στιγμή μάλιστα που η τουρκική επιθετικότητα αυξάνεται κατακόρυφα σε Ελλάδα και Κύπρο. Μια συμμαχία με μια ισχυρή δύναμη όπως η Γαλλία αυξάνει άρδην την αποτρεπτική ισχύ της χώρας μας, ενώ αλλάζει και τους ευρύτερους συσχετισμούς δυνάμεων εντός της ΕΕ αλλά και σε σχέση με τις ΗΠΑ αφού ανοίγει το δρόμο για μια πιο αυτόνομη αμυντική πολιτική της ΕΕ. Άλλωστε, η συμφωνία, παρότι διμερής, συνομολογείται στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και της ΕΕ ενώ τα συμβαλλόμενα μέρη «συνεχίζουν να ενισχύουν την Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας της ΕΕ, η οποία πρέπει να συμπεριλαμβάνει την προοδευτική διαμόρφωση μίας Πολιτικής Άμυνας της Ένωσης» (Άρθρο 3).
Η ελληνογαλλική συμφωνία προβλέπει, στο Άρθρο 2, την στρατιωτική συνδρομή της Γαλλίας προς την Ελλάδα και αντιστρόφως, σε περίπτωση που υπάρξει ένοπλη επίθεση εναντίον της επικράτειας μιας εκ των δύο χωρών, σύμφωνα με το Άρθρο 51 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Η αμοιβαία συνδρομή περιλαμβάνει τη χρήση όλων των κατάλληλων μέσων που διαθέτουν οι δύο χώρες. Συνεπώς, οποιαδήποτε εχθρική κίνηση της Τουρκίας θα απειλεί πλέον όχι μόνο τα ελληνικά αλλά και τα γαλλικά εθνικά συμφέροντα. Έτσι, η Ελλάδα αποκτά ένα ισχυρό αμυντικό πλεονέκτημα σε σχέση με την Τουρκία.
Η Ελλάδα αποκτά ισχυρά οπλικά συστήματα, μαχητικά αεροσκάφη και φρεγάτες από τη Γαλλία ενώ η συνεργασία των δυο χωρών επεκτείνεται και σε πολύ σημαντικά θέματα κοινού ενδιαφέροντος, όπως το παγκόσμιο στρατηγικό περιβάλλον, τα περιφερειακά ζητήματα (κυρίως στις περιοχές της Μεσογείου, της Μέσης Ανατολής, της Αφρικής και των Βαλκανίων), η καταπολέμηση της τρομοκρατίας, η διάδοση των όπλων μαζικής καταστροφής, ο έλεγχος των εξοπλισμών, οι ενεργειακές προκλήσεις, η μετανάστευση, η θαλάσσια ασφάλεια, οι υβριδικές απειλές, η παραπληροφόρηση, οι ρηξικέλευθες τεχνολογίες και η τεχνητή νοημοσύνη (Άρθρο 6).
Η ελληνογαλλική συμφωνία είναι αποτέλεσμα ευρύτερων γεωπολιτικών εξελίξεων και συμμαχιών σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Αυστραλία προχώρησαν σε μια αμυντική συμφωνία – την AUKUS – η οποία έχει ως στόχο την αμυντική θωράκιση των χωρών αυτών έναντι της Κίνας στον Ειρηνικό Ωκεανό. Οι ΗΠΑ, μετά την αποχώρηση τους από το Αφγανιστάν, έχουν πλέον ως στρατηγικό στόχο την ανάσχεση της ανερχόμενης πλέον δύναμης της Κίνας. Οι σύμμαχοι τους οι Βρετανοί, που έχουν βγει από την ΕΕ, θέλουν μια νέα ισχυρή θέση στην παγκόσμια γεωπολιτική σκακιέρα ενώ η Αυστραλία έχει εξαιρετική γεωστρατηγική θέση στον Ειρηνικό Ωκεανό.
Με βάση τη Συμφωνία AUKUS, η Αυστραλία θα παραλάβει έναν στόλο πυρηνοκίνητων υποβρυχίων ακυρώνοντας έτσι την παραγγελία γαλλικών συμβατικών υποβρυχίων αξίας πολλών δισεκατομμυρίων. Μετά από αυτή την εξέλιξη, η Γαλλία αναζητά νέους στρατηγικούς εταίρους και ενδιαφέρεται να προωθήσει κα την ιδέα της αυτόνομης ευρωπαϊκής άμυνας στην όποια θα παίζει πρωτεύοντα ρόλο. Η συμφωνία με την Ελλάδα είναι το πρώτο βήμα σε αυτόν τον σχεδιασμό καθώς θα συμβάλει στον ηγετικό ρόλο που διεκδικεί στην ΕΕ, στην Μεσόγειο αλλά και διεθνώς.
Πράγματι, με την συμφωνία αυτή, η Γαλλία διεκδικεί έναν δυναμικό ρόλο στην ΕΕ μετά το Brexit ιδιαίτερα στον αμυντικό και στρατιωτικό τομέα προωθώντας την ευρύτερη συνεργασία με όσα κράτη μέλη της ΕΕ ενδιαφέρονται να συμμετέχουν. Η προώθηση της κοινής ευρωπαϊκής άμυνας ενισχύει το ρόλο της Γαλλίας αλλά και της ΕΕ σε σχέση με το ΝΑΤΟ αλλά και την AUKUS. Περαιτέρω, η Γαλλία και η Ελλάδα θα αποκτήσουν ένα σημαντικό ρόλο στην Ανατολική Μεσόγειο έναντι της Τουρκίας. Αν λάβουμε υπόψη μας και τις στρατηγικές συνεργασίες της Ελλάδας και της Κύπρου με το Ισραήλ και την Αίγυπτο στον ενεργειακό τομέα κυρίως, τότε η συμμαχία με τη Γαλλία απομονώνει την Τουρκιά που «παίζει» με τη φωτιά ισορροπώντας ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Ρωσία. Η Τουρκία χάνει σταδιακά τα διεθνή ερείσματα της καθώς δεν έχει πια την αμερικανική στήριξη που απολάμβανε επί Προεδρίας Τραμπ ενώ η Μέρκελ που κρατούσε ουδέτερη ως υποστηρικτική στάση προς την Τουρκία, αποχωρεί από την καγκελαρία. Η μεγαλοϊδεατική πολιτική του Ερντογάν έχει ενοχλήσει πολύ τη Δύση καθώς η Τουρκία χρησιμοποιεί τη στρατηγική της θέση για να αναβιώσει το «ένδοξο» οθωμανικό της παρελθόν.
Συνολικά, η ελληνογαλλική συμφωνία αποτελεί μια πολύ καλή αρχή για να αναβαθμιστεί ο ρόλος της χώρας μας στην Μεσόγειο και στην Ευρώπη και πρέπει να συνεχίσουμε την πολυμερή διπλωματία. Μάλιστα, πέρα από τη συνομολόγηση της ελληνογαλλικής συμφωνίας, η Ελλάδα ενισχύει τους δεσμούς της και με τις ΗΠΑ με τη νέα αμυντική συμφωνία πενταετούς διάρκειας που θα υπογραφεί σύντομα. Με τις κατάλληλες συμμαχίες, μπορούμε να αλλάξουμε την γεωπολιτική ισορροπία υπέρ μας στην περιοχή του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου και να λύσουμε τα διαχρονικά προβλήματα μας με την Τουρκία, αρκεί να αποβάλλουμε τα φοβικά σύνδρομα που έχουμε στην εξωτερική μας πολιτική. Η κατευναστική λογική που υπαγορεύει «να τα βρούμε με την Τουρκία», υποχωρώντας ουσιαστικά από κυριαρχικά μας δικαιώματα υπό το Διεθνές Δίκαιο – όπως η επέκταση των χωρικών μας υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια ή η ανακήρυξη ΑΟΖ – δεν οδηγεί πουθενά. Η Ελλάδα πρέπει να ενισχύσει την αποτρεπτική της ισχύ και να χρησιμοποιήσει τις πολυμερείς συνεργασίες που έχει αναπτύξει με τους γείτονες της στη Μεσόγειο για να πετύχει τα μέγιστα δυνατά οφέλη.