Γράφει ο Δρ. Παναγιώτης Σφαέλος∗

Το Στενό της Ταϊβάν έχει τεράστια γεωπολιτική σημασία καθώς βρίσκεται σε στρατηγική θέση ανάμεσα στην Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας και στην Ταϊβάν και επηρεάζει την διεθνή ναυσιπλοΐα και το παγκόσμιο εμπόριο στον Ειρηνικό Ωκεανό.  Αποτελεί σημείο τριβής ανάμεσα στην Κίνα και την Ταϊβάν. Η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας θεωρεί την Ταϊβάν ως μέρος της επικράτειας της. Από το 2020, η Κίνα έχει αυξήσει τις στρατιωτικές της ασκήσεις γύρω από την Ταϊβάν και από τα τέλη του 2020 στέλνει, σε καθημερινή σχεδόν βάση, στρατιωτικά αεροσκάφη πέρα από τη «διάμεση γραμμή» στο Στενό της Ταϊβάν. Τον Αύγουστο του 2022, ως απάντηση στην επίσκεψη της τότε Προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ, Νάνσι Πελόζι στην Ταϊβάν, η Κίνα πραγματοποίησε μια σειρά στρατιωτικών ασκήσεων που επισκίασαν ακόμη και τις ασκήσεις που πραγματοποιήθηκαν κατά την κρίση του Στενού της Ταϊβάν το 1995-1996. Η Ταϊβάν αύξησε τις στρατιωτικές δαπάνες και τον Δεκέμβριο του 2022 ανακοίνωσε την αύξηση της στρατιωτικής θητείας ως απάντηση στη μεγαλύτερη απειλή που θέτει η Κίνα. Ιδιαίτερα μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, οι φόβοι της Ταϊβάν αυξάνονται ότι η Κίνα ίσως επιχειρήσει κάτι παρόμοιο στην Ταϊβάν. Οι κρατικοί αξιωματούχοι της Ταϊβάν μελετούν τον πόλεμο στην Ουκρανία και προσπαθούν να προλάβουν μια ανάλογη εξέλιξη στην χώρα τους. Μάλιστα, δεν είναι λίγοι οι αξιωματούχοι στην Ταϊβάν που ανησυχούν για την πιθανή συνεργασία Ρωσίας και Κίνας σε ενδεχόμενη επέμβαση στην Ταϊβάν.

Σύμφωνα με την «αρχή της μίας Κίνας», η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας διαχρονικά θεωρεί την Ταϊβάν ως μια αποσχισμένη επαρχία της που πρέπει να επιστρέψει στον έλεγχο της ηπειρωτικής χώρας. Το 1979, η ηγεσία της Κίνας πέρασε από την πολιτική της ένοπλης απελευθέρωσης της Ταϊβάν σε μια νέα στρατηγική ειρηνικής συνύπαρξης απέχοντας από τις τακτικές στρατιωτικές ασκήσεις της στο Στενό της Ταϊβάν. Ωστόσο, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας δεν αποκήρυξε ποτέ τη χρήση βίας – αν ήταν απαραίτητη – για να επιτύχει την ενοποίηση της με την Ταϊβάν. Αυτά τα στοιχεία επισημοποιήθηκαν με τον Νόμο κατά της Απόσχισης του 2005. Ο νόμος αυτός δεσμεύει το Πεκίνο να κάνει ό,τι μπορεί για να επιτύχει μια ειρηνική ενοποίηση με την Ταϊβάν. Αναφέρει, ωστόσο, ότι στην περίπτωση της «απόσχισης» της Ταϊβάν από την Κίνα ή αν η Κίνα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι δυνατότητες για ειρηνική ενοποίηση έχουν εξαντληθεί, «το κράτος θα χρησιμοποιήσει μη ειρηνικά μέσα και άλλα απαραίτητα μέτρα για την προστασία της κυριαρχίας της Κίνας και την εδαφική της ακεραιότητα».

Η Ουάσιγκτον είναι ανήσυχη για την προοπτική μιας Κινεζικής εισβολής στην Ταϊβάν, επειδή οι στρατιωτικές δυνατότητες του Πεκίνου έχουν αυξηθεί και οι προθέσεις του σύμφωνα με τις ΗΠΑ εμφανίζονται όλο και πιο επιθετικές. Ανησυχώντας για την προσπάθεια της Ουάσιγκτον να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την μόνιμη αυτονομία της Ταϊβάν από την Κίνα, το Πεκίνο έχει εντείνει σημαντικά τις επιχειρήσεις του στον αέρα και στη θάλασσα γύρω από την Ταϊβάν. Η Κίνα έχει πραγματοποιήσει μεγάλες ασκήσεις στο Στενό της Ταϊβάν. Το Πεκίνο τονίζει ότι η ένωση της Ταϊβάν με την Κίνα είναι βασικό στοιχείο του εθνικού της στόχου να αποκαταστήσει τη θέση της Κίνας στο παγκόσμιο στερέωμα. Ο Πρόεδρος Μπάιντεν τονίζει ότι οι ΗΠΑ θα υπερασπιστούν την Ταϊβάν εάν η Κίνα πραγματοποιήσει επίθεση στην Ταϊβάν. Αυτή η στάση των ΗΠΑ υπαγορεύεται από την αύξηση το ανταγωνισμού ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα, η οποία – μαζί με άλλες δυνάμεις (BRICS) – αμφισβητεί την αμερικανική ηγεμονία.

Ενδεχόμενη Κινεζική κυριαρχία επί της Ταϊβάν θα είχε ευρύτερες πολιτικές και γεωστρατηγικές συνέπειες που σαφώς θα άλλαζαν τη διεθνή ισορροπία δυνάμεων. Επίσης, οποιαδήποτε διατάραξη της ομαλότητας αναμένεται να έχει επιπτώσεις και σε οικονομικό επίπεδο σε όλο τον πλανήτη καθώς η οικονομία της Ταϊβάν είναι εξαιρετικά σημαντική. Είναι γεγονός ότι μεγάλο μέρος του ηλεκτρονικού εξοπλισμού που χρησιμοποιούν καθημερινά εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο τροφοδοτείται από microchips που κατασκευάζονται στην Ταϊβάν. Σε περίπτωση εισβολής, τα εργοστάσια παραγωγής ημιαγωγών ενδέχεται να καταστραφούν ή να περιέλθουν σε κινεζικό έλεγχο, κάτι που επίσης θα είχε τεράστιες οικονομικές συνέπειες, καθώς ο έλεγχος της τεράστιας βιομηχανίας των πιο προηγμένων ημιαγωγών στον κόσμο θα έδινε στο Πεκίνο τεράστιο και παγκόσμιο οικονομικό πλεονέκτημα.

Μια βασική πολιτική που εφάρμοσε η Ταϊβάν για την αντιμετώπιση της συρρίκνωσης της αυτονομίας της από την Κίνα αποτελεί η Νέα Πολιτική για τον Νότο (New Southbound Policy), που ξεκίνησε από τον Πρόεδρο Tsai Ing-Wen το 2016. Αυτή η πολιτική σχεδιάστηκε για να επισπεύσει τις προσπάθειες της Ταϊβάν να ενισχύσει τους δεσμούς της τόσο με χώρες που βρίσκονται στη γειτονιά της όσο και στην ευρύτερη περιοχή. Η πολιτική αυτή βασίζεται σε μια περιφερειακή στρατηγική που εξισορροπεί αποτελεσματικά την εξάρτηση από την Κίνα ενώ παράλληλα προωθεί στρατηγικά πολύπλευρες διεθνείς συνεργασίες, παρά τις πιέσεις που ασκούνται από την Κίνα. H Ταϊβάν και οι 18 χώρες που περιλαμβάνονται στη Νέα Πολιτική για τον Νότο. Αρκετές Δυτικές χώρες αναγνώρισαν την επιτακτική ανάγκη να στραφούν προς την Ασία και να γεφυρώσουν το χάσμα μεταξύ των χωρών που εκτείνονται στον Ινδικό και τον Ειρηνικό Ωκεανό. Ωστόσο, οι σχέσεις της Ταϊβάν με τις Ασιατικές χώρες συχνά τυγχάνουν περιορισμένης προσοχής κυρίως λόγω της απροθυμίας ορισμένων χωρών να συνεργαστούν ανοιχτά με την Ταϊβάν, φοβούμενες την αντίδραση της Κίνας. Ωστόσο, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η έλλειψη εκτεταμένης κάλυψης από τα ΜΜΕ δεν ισοδυναμεί με αδράνεια από αυτή την άποψη. Η Νέα Πολιτική για τον Νότο παρείχε στην Ταϊβάν μια ζωτική δίοδο για τη δημιουργία συνεργασιών σε όλη τη Νότια Ασία, τη Νοτιοανατολική Ασία, την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία. Οι συνεργασίες της Ταϊβάν με χώρες αυτής της περιοχής, ιδιαίτερα με την Ινδία και την Αυστραλία, έχουν αποδειχθεί μεγάλης σημασίας. Τα τελευταία χρόνια, η Ταϊβάν προσπαθεί να γίνει αξιόπιστος εταίρος στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού, ιδιαίτερα μέσω των προσπαθειών της για την ενίσχυση της ιατρικής διπλωματίας κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19 και την προώθηση της διαφοροποίησης της αλυσίδας εφοδιασμού ως απάντηση στις χώρες που επιδιώκουν να μειώσουν την εξάρτηση τους από την Κίνα. Η διεθνής συνεργασία βοηθάει και στην καλύτερη κατανόηση από άλλες χώρες των προβλημάτων της Ταϊβάν σε σχέση με την Κίνα. Ελλείψει διπλωματικής αναγνώρισης, αυτός μπορεί κάλλιστα να είναι ο μόνος δρόμος της Ταϊβάν προς την επίτευξη μεγαλύτερης διεθνούς αναγνώρισης.

Συμπερασματικά, η διατήρηση της ειρήνης στο Στενό της Ταϊβάν είναι σημαντική όχι μόνο για την Ταϊβάν αλλά και για την Δύση καθώς μια ενδεχόμενη αύξηση της ισχύος της Κίνας σε αυτή την περιοχή θα διατάρασσε την ισορροπία δυνάμεων στον Ινδο-Ειρηνικό ενώ θα είχε και τεράστιο κόστος για την παγκόσμια οικονομία.

∗ Ο Δρ. Παναγιώτης Σφαέλος BA, LLB, LLM, PhD είναι Νομικός, Διεθνολόγος και Δημοσιογράφος, Γενικός Γραμματέας του Ελληνικού Τμήματος της Ένωσης Ευρωπαίων Δημοσιογράφων και Αντιπρόεδρος/Διευθυντής Ερευνών του Κέντρου Διεθνών Στρατηγικών Αναλύσεων – ΚΕΔΙΣΑ. Επίσης, είναι Αναπληρωτής Καθηγητής στην Σχολή Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας. Έχει επίσης διδάξει στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας και στο IST College. Είναι Διδάκτωρ Ευρωπαϊκού Δικαίου του Πανεπιστημίου Kent. Έχει Μεταπτυχιακό στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Έχει σπουδάσει Νομικά, Διεθνείς Ευρωπαϊκές Σπουδές και Δημοσιογραφία.