Το ελληνικό τμήμα της Ε.Ε.Δ. έχει καθιερώσει από το 1996 τα Δημοσιογραφικά Βραβεία Ήθους και Ευρωπαϊκού Προσανατολισμού “Κωνσταντίνος Καλλιγάς” για τα οποία μόνιμος χορηγός τους, από το 2004, είναι η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Τα βραβεία αυτά κατά χρονολογική σειρά έχουν απονεμηθεί στους δημοσιογράφους
1997: Γιάννης Μαρίνος
1998: Κώστας Σερέζης, Σοφιανός Χρυσοστομίδης,
1999: Δημήτρης Παπαναγιώτου, Ριχάρδος Σωμερίτης,
2000: Ειρήνη Νικολοπούλου, Νίκος Κυριαζίδης, David Haworth,
2001: Ινώ Αφεντούλη, Λάζαρος Χατζηνάκος, Zeynel Lule,
2002: Νάσια Μιχαλοπούλου, Ειρήνη Χρυσολωρά, Κυριάκος Κορόβηλας, Κώστα Πετρογιάννης, Czsaba Kis,
2003: Χριστίνα Δαμουλιάνου, Διονύσης Σταμπόγλης, Carmelo Ochino,
2004: Γιάννης Πρετεντέρης, Guido Farolfi,
2005: Ελένη Μπίστικα, Βάσος Μαθιόπουλος, Γιώργος Αυτιάς, Γιάννης Τζανετάκος, Διονύσης Κεφαλάκος,
2006: Δανάη Δημητρακοπούλου, Δημήτρης Ζαννίδης, Τέρενς Κουίκ, Πάνος Σόμπολος, Χρήστος Τελλίδης,
2007: Φάνης Ζουρόπουλος, Θανάσης Κάλφας, Πάσχος Μανδραβέλης, Νίκος Μεγγρέλης, Μαρία Χούκλη
2008: Παύλος Γερακάρης, Γιάννης Διακογιάννης, Γιάννης Κριτσαντώνης , Τέτα Παπαδοπούλου , Αλέξης Παπαχελάς, Otmar Lahodynsky .
Επίσης δόθηκαν τιμητικές διακρίσεις στους:
Ίδρυμα Προαγωγής της Δημοσιογραφίας ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΠΟΤΣΗ,
Τμήμα ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών,
Σχολή δημοσιογραφίας του ΙΕΚ ΑΚΜΗ,
Στους δημοσιογράφους:
Ματρώνη Δικαιάκου
Ντίνο Στεργίδη
ΕΝΑΣ ΕΥΠΑΤΡΙΔΗΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑΣ
Μια σκιαγραφία του Κωνσταντίνου Καλλιγά
Από τον Κώστα Σερέζη
ΤΟΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΚΑΛΛΙΓΑ τον γνώρισα προτού τον συναντήσω. Χρόνια πολλά πριν, αρχές της δεκαετίας του ’60. Έκανα ήδη τα πρώτα μου βήματα στη ραδιοφωνία της Κύπρου ως κειμενογράφος διαφόρων εκπομπών, παρουσιαστής ειδήσεων και εκφωνητής.
Ο τότε διευθυντής του κυπριακού ραδιοφώνου, ο δοκιμιογράφος Ανδρέας Χριστοφίδης, μετέπειτα υπουργός και κυβερνητικός εκπρόσωπος, μου ανέθεσε να επιμελούμαι και να παρουσιάζω κάποια κείμενα που έρχονταν από την Αθήνα. Έφεραν το όνομα του Κ. Καλλιγά. Ήταν κείμενα γραμμένα στη γραφομηχανή, σε πυκνές σειρές, αλλά και πυκνά νοήματα. Έτσι που οι φράσεις του ήταν φορτωμένες με σκέψεις και απόψεις, συχνά μακροσκελείς με πλούσιες παρενθέσεις, κείμενο κατάλληλο περισσότερο για δημοσίευση παρά για εκφώνηση, έπρεπε να γίνει πιο “ραδιοφωνικό”, όπως λέγαμε. Προσθέτοντας και τις κατάλληλες μουσικές σε μια προσέγγιση κλασικού καθαρά ραδιοφώνου, όπως συνηθιζόταν τότε, είχα την ανάγκη να σκύβω περισσότερο σ’ αυτά τα κείμενα και σύντομα διαπίστωσα, πόσο γνήσια ιδεολόγος ήταν ο συνεργάτης από την Αθήνα, σε ό, τι έγραφε και ανέλυε. Πόσο διαποτισμένος ήταν από ένα βαθύ αίσθημα δικαίου και ανθρωπιάς. Δεν ήταν κείμενα που αναφέρονταν στην Κύπρο και το πρόβλημά της, οπότε από δικαιολογημένη ευαισθησία θα είχε αυτά τα στοιχεία. Ήταν προβληματισμοί πάνω στις διεθνείς εξελίξεις της εποχής εκείνης, που τις αντίκριζε με γνώση και ευθύνη, μ’ ένα οικουμενικό πνεύμα, σαν γεγονότα που συνέβαιναν στη γειτονιά μας.
Η ανάμειξή μου σ’ αυτό, κράτησε ένα-δύο χρόνια. Μια λεπτομέρεια στο σύνολο των επαγγελματικών μου υποχρεώσεων στο ΡΙΚ, αλλά παρόλα αυτά, διατηρούσα έντονη πάντα την επαφή μου με τα κείμενα. Αλλά πέρασαν πολλά χρόνια για να πληροφορηθώ (τυχαία) τα στοιχεία εκείνα που συνέδεσαν τον Κωνσταντίνο Καλλιγά με την Κύπρο. Ως ανταποκριτής μιας μεγάλης γαλλικής εφημερίδας είχε πάει στη Μαδαγασκάρη το 1957, για να συναντήσει τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, που μόλις είχε απελευθερωθεί από τις Σεϋχέλλες, βρετανική αποικία τότε, που ήταν ο τόπος της εξορίας του. Με το Κυπριακό ασχολείτο από το 1954. Από τότε και μέχρι το τέλος της ζωής του, έγραψε πάρα πολλά κείμενα για το θέμα, σε όλες τις φάσεις του, ακόμη και μια βιογραφία του Μακαρίου, όπου εξιστόρησε και τον τρόπο με τον οποίο άρχισε ο Κυπριακός Απελευθερωτικός Αγώνας. Γενικά είχε ένα πάθος για την Κύπρο που την αγαπούσε απεριόριστα. “Η Κύπρος”, έγραψε, “δεν είναι υπόθεση ορισμένου αριθμού τετραγωνικών χιλιομέτρων και ορισμένων εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων. Η Κύπρος είναι μια ολόκληρη Ελλάδα. Μια δεύτερη Ελλάδα. Η δε γεωπολιτική θέση της είναι τέτοια, ώστε και μόνη η παρουσία της είναι καθοριστική για όλο τον ελληνισμό. Με την ύπαρξη του κυπριακού κράτους το “εύρος” του βήματος του ελληνικού αρχίζει από τον Έβρο και καταλήγει στη Μέση Ανατολή και στο Σουέζ. Αν επρόκειτο να χαθεί η Κύπρος, όλες οι γεωπολιτικές και δυναμικές ισορροπίες και οι συνέπειες θα ήταν βαρύτατες, ακόμη και για τον ελλαδικό ελληνισμό, ο οποίος θα αποτελούσε τον επόμενο στόχο. Η δυναμική παρουσία της Κύπρου και του κυπριακού ελληνισμού, είναι πολλαπλάσια εκείνης την οποίαν υποδηλώνουν οι ποσοτικές τους παράμετροι. Και αυτό πρέπει να το γνωρίζουν οι Έλληνες.”.
Φωτεινές απόψεις, που έρχονται σε αντίθεση με το κλίμα αντιπαλότητας μεταξύ Κύπρου και Ελλάδας, που πολλοί, εκούσια ή ακούσια, προσπαθούν να καλλιεργήσουν. Απόψεις που δείχνουν, μακριά από εθνικιστικούς φανατισμούς, την πίστη του στο μέλλον και το μεγαλείο του ελληνισμού, μ’ ένα όραμα ευπατρίδη, αλλά και με θεωρητική γνώμη πολιτικού επιστήμονα. Πρόταξα το ενδιαφέρον του Κωνσταντίνου Καλλιγά για την Κύπρο, αφού απ’ εκεί είχα την πρώτη επαφή μαζί του. Αργότερα όταν εγκαταστάθηκα στην Αθήνα, Δεκέμβριο του 1974, τον γνώρισα πλέον και προσωπικά και “κατ’ όψιν”. Τα κείμενά του ήταν, πράγματι, η έκφραση του ανθρώπου και της προσωπικότητάς του. Μιλούσε σαν δικηγόρος. Όπως και το ύφος των κειμένων του μαρτυρούσαν τον επηρεασμό του από τα νομικά, τα οποία σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Είχε μια ευγένεια στην έκφραση και το παρουσιαστικό, όπως κομψή ήταν και η πνευματική του δημιουργία. Οι συνήθειες και οι εκφράσεις του θύμιζαν Άγγλο αριστοκράτη, αλλά είχε και τη λεπτότητα Γάλλου ευγενούς, άλλωστε μαζί με το απολυτήριο του γυμνασίου, στα 17 του χρόνια, από το “Λεόντιο”, είχε αποκτήσει και το γαλλικό “μπακαλορεά” (baccalaureate).
Όλ’ αυτά έρχονταν σαν άμεση διαπίστωση, παρά το γεγονός ότι η εμφάνισή του, ήταν ατημέλητη, με την αιώνια φθαρμένη δερμάτινη τσάντα, να κρέμεται απ’ τον ώμο του, φιλοξενώντας τα προσωπικά του είδη για το θαλάσσιο μπάνιο, που έκανε ανελλιπώς Χειμώνα-Καλοκαίρι, μόλις τελείωνε τη σύνταξη του άρθρου του στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, όπου δούλευε από τη Μεταπολίτευση και μετά. Μια συνήθεια που παρέπεμπε στον τρόπο ζωής φλεγματικού Εγγλέζου. Να ήταν άραγε η εμφάνισή του ένα κοινωνικό σχόλιο στις συνήθειες πολλών για “σινιέ” ντύσιμο, κάτι που τον έβρισκε ψυχολογικά αντίθετο και επικριτή, ή η βαθύτερη επίγνωση ότι η ευγένεια πηγάζει από την ψυχή, την ανατροφή και την παιδεία κι όχι από τους οίκους μόδας της Γαλλίας και της Ιταλίας; Να προέτασσε στον κοινό σνομπισμό ένα δικό του σνομπισμό; Ό, τι κι αν έκανε, πάντως, το έκανε συνειδητά και με σκοπιμότητα. Από την άλλη, οι συσχετισμοί των συνηθειών του με ξένα πρότυπα, δεν υποδηλώνουν μιμητισμό. Αντίθετα ο Κ. Καλλιγάς, ένας γνήσιος suis generis τύπος, ήταν ένας αθεράπευτος Έλληνας σε κάθε έκφραση της ζωής και του χαρακτήρα του. Ένας Έλληνας που τράβηξε χυμούς από τις πιο γνήσιες δεξαμενές της ελληνικής παράδοσης. Είχε μια σπάνια και ευρύτατη μόρφωση, που δεν την απέκτησε μόνο στο πανεπιστήμιο.
Η μητέρα του, το γένος Αγελάστου, ήταν από παλιά βυζαντινή οικογένεια της Κωνσταντινούπολης, κλάδοι της οποίας, μετά την Άλωση, πήγαν στην Ιταλία. Χωρίς να έχει ιδιαίτερη οικονομική άνεση, του διέθεσε, από μικρό παιδί, δασκάλους στο σπίτι. Ήταν μια μάνα που πίστευε ότι η καλύτερη προίκα είναι η παιδεία. Υπήρξε καθηγήτρια στο Ωδείο Αθηνών και πήρε απ’ αυτήν, την αγάπη για την καλή μουσική. Μια ευρύτερη ψυχική καλλιέργεια. Κάποτε ο Κ. Καλλιγάς, αυτός ο μετρημένος άνθρωπος, που πρόσεχε να μη θίξει κανέναν, έγινε έξαλλος, όταν ένα πρωινό, σε κείνες τις απίθανες ώρες που πήγαινε στο γραφείο του, άκουσε από το χώρο της γραμματείας της εφημερίδας, να ξεχύνεται εκκωφαντικά, από ένα μικρό τρανζίστορ, μια χυδαία αμανοειδής μουσική, τάχα ελληνική. Και συνέστησε με έντονο ύφος, ενώ δεν του έπεφτε λόγος, σεβασμό στο καλό γούστο. Ο πατέρας είχε την καταγωγή του από την Κεφαλλονιά. Ευγένεια και εδώ. Το όνομα Καλλιγάς προέρχεται από τον “κέλητα ίππο”, από τον ίππο που τον διατάσσεις, κι όχι από τον υποζύγιο ίππο.
Σαν πήγασοι παιδείας και μόρφωσης, σε εποχές πνευματικής ανέχειας, ήταν οι Καλλιγάδες. Σχολάρχης ο παππούς στο Λεωνίδειο της Πελοποννήσου, διαπρεπής δικηγόρος ο πατέρας. Σ’ αυτό το περιβάλλον, έμφυτα και επίκτητα, πλούτισε το μυαλό και κόσμησε την ψυχή του. Είχε ευρεία αντίληψη και ένα μεγάλο συναισθηματικό απόθεμα. Γι’ αυτό και στα κείμενά του δεν υπάρχει μόνο ο καλός νομικός, ο γνώστης των προβλημάτων, ο ικανός αναλυτής που βρίσκει το νήμα εκείνο που θα τον οδηγήσει σ’ ένα σωστό και θετικό αποτέλεσμα. Είναι και ο άνθρωπος που νοιάζεται για τον άνθρωπο. Προτού ακόμη γίνουν τα “ανθρώπινα δικαιώματα” επιλεκτικό και για τούτο υποκριτικό επίκεντρο της πολιτικής ορισμένων κρατών, ο Κωνσταντίνος Καλλιγάς τα είχε ως γνώμονα των σκέψεών του, στην αρθρογραφία και στα πιστεύω του. Όταν διάβαζε κανείς το καθημερινό, πολιτικό άρθρο της “Καθημερινής”, ανώνυμο πάντα, που το έγραφαν διάφοροι, δεν ήταν δύσκολο να διαπιστώσει, ποιό ήταν γραμμένο από τον Καλλιγά. Όχι μόνο γιατί ξεχώριζε και γιατί είχε το δικό του ύφος, αλλά και για την ιδεολογική γραμμή και τη φιλοσοφία του. Το σεβασμό του στην ανθρώπινη ζωή και αξιοπρέπεια, δεν τον επέβαλλε η ιδιότητα του Χριστιανού, του Ορθόδοξου, του θρησκευόμενου ατόμου, γιατί ήταν έτσι, ουσιαστικά και συνειδητά , ο Κωνσταντίνος Καλλιγάς, αλλά και η ποιότητά του ως ανθρώπου. Ένιωθε τη χαρά να προσφέρει πάντοτε. Και το κύρος της γραφίδας του ήταν ένα μέσο.
Έφηβος ακόμη, κατά τα χρόνια της Κατοχής, μετά την ιταλική συνθηκολόγηση, είχε βοηθήσει και είχε σώσει πολλόυς Ιταλούς από τα χέρια των Γερμανών στην Ύδρα, όπου ζούσε τότε η οικογένειά του. Το ίδιο έγινε και με πολλούς Εβραίους. Ήταν μια ενέργεια, η οποία όταν έγινε γνωστή αργότερα, συνέβαλε στο να θεωρηθεί αριστερός, πράγμα που του στοίχισε κάποιους διωγμούς. Μετά το τέλος του Πολέμου εκείνου, είχε εργαστεί για την προσέγγιση των δυο λαών, που τους είχε χωρίσει η απερίσκεπτη και αλαζονική συμπεριφορά του ιταλικού φασισμού. Σε αναγνώριση το ιταλικό κράτος τον τίμησε δια του Προέδρου του, μετά θάνατον, με το “Ordine Al Merito della Republica Italiana”, μια διάκριση που ήρθε να προστεθεί στο “Χρυσό Σταυρό του Φοίνικα”, με τον οποίον τον είχε τιμήσει ήδη η πατρίδα του.
Η έννοια της δημοκρατίας ήταν βαθιά ριζωμένη μέσα του. Κάθε παρέκκλιση ήταν γι’ αυτόν δοκιμασία ζωής. Ο άνθρωπος που είχε την πνευματική ηδονή να απαγγέλει στα αρχαία τον Όμηρο και να βυθίζεται τακτικά στη σοφία των αρχαίων Ελλήνων και στις μεγάλες έννοιες και αλήθειες που εκείνοι δίδαξαν και έγιναν σήμερα κτήμα του πολιτισμένου κόσμου, δνε μπορούσε ν’ αντέξει την αναξιοπάθεια των Ελλήνων και την κατάπτωση, γενικά, στην οποίαν είχε φέρει την Ελλάδα η Απριλιανή Δικτατορία. Από τον πρώτο κιόλας χρόνο συλλαμβάνεται ως ύποπτος και μένει για ένα διάστημα στη φυλακή. Τον επόμενο χρόνο, το 1968, συλλαμβάνεται και πάλι, μαζί με τον καταζητούμενο καθηγητή Βασίλη Φίλια και τη δημοσιογράφο Ελένη Δουκίδου, και παραμένει υπό κράτηση για τρεις μήνες. Όλ’ αυτά, όμως, είναι λεπτομέρειες. Το ουσιαστικό είναι ότι ο Κ. Καλλιγάς, πριν και μετά τις κρατήσεις του, αφού σταμάτησε την επαγγελματική δημοσιογραφική του σταδιοδρομία, έγινε το κλειδί της ενημέρωσης του Ξένου Τύπου για τα συμβαίνοντα στην Ελλάδα. Είναι κοινή ομολογία ότι από τη θέση αυτή απετέλεσε ένα έργο καταλυτικό και ανεπανάληπτο. Και το ουσιαστικότερο, που δείχνει το ήθος και την ανιδιοτέλειά του. Όχι μόνο δεν εκμεταλλεύτηκε την προσφορά του εκείνη, αλλά δε θέλησε ποτέ να της δοθεί δημοσιότητα. Σε κάθε ευκαιρία για το αντίθετο, αντιδρούσε με επιμονή. “Η προβολή αντιστασιακών τίτλων”, έλεγε, “άλλοτε υπαρκτών και άλλοτε όχι, με την πρόθεση της εξαργύρωσής τους, έχει γίνει πλέον τόσο εκτεταμένη, (…) που έχω αηδιάσει από ορισμένες τέτοιες εκδηλώσεις στην ελληνική κοινωνία”. Τιμούσε όμως πάντα εκείνους που πράγματι προσέφεραν για να μείνει “παρένθεση” και να μη γίνει καθεστώς η δικτατορία εκείνη.
Ο Κ. Καλλιγάς, ήταν σε ορισμένες εκδηλώσεις του, συντηρητικός, όχι όμως μονοσήμαντος. Ήταν προσεκτικός, τυπικός με όλους, υπεύθυνος. Είχε όμως, ταυτόχρονα, και μια ριζοσπαστική ιδιοσυγκρασία. Ήταν μια συνείδηση αδέσμευτη. Δεν ζέστανε τα χέρια του σε καμιά πολιτική ηγεσία. Μόνο με τον Γεώργιο Παπανδρέου τον συνέδεε στενή φιλία. Από παράδοση οικογενειακή του φιλοβενιζελικού περιβάλλοντός του. Ως δημοσιογράφος εργάστηκε στην πρώτη γραμμή, στον ΑΝΕΝΔΟΤΟ. Για 20 χρόνια, από το 1946 ως το 1966, εργάστηκε στο ΒΗΜΑ και στα ΝΕΑ και για ένα μεγάλο διάστημα ως αρθρογράφος αυτών των εφημερίδων. Φιλία τον συνέδεε και με τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο. Ίσως γιατί εκτιμούσε, κατά βάθος, το πνευματικό ανάστημα και των δυο. Απέναντι στην πολιτική ηγεσία ο Καλλιγάς είχε στάση κριτική και πολύ συχνά επικριτική. Με ήθος πάντα και με πολιτισμό. Με τη δύναμη του πειστικού λόγου και όχι των εύκολων ύβρεων. Γι’ αυτό και εκτιμάτο από όλους. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που του είπε, ένας σημαντικός πολιτικός όταν βρέθηκαν στο ίδιο τραπέζι: “Θα προσπαθήσω να γίνω αυτό που γράφεις”.
Χτύπησε ανελέητα τον λαϊκισμό. Ίσως ήταν ο πρώτος που το έκανε. Για το εκφυλιστικό αυτό φαινόμενο έλεγε ότι, “καταρρίπτει το προϊόν μιας κοινωνίας”. “Η μεγαλύτερη ανισότητα είναι η εξίσωση των ανίσων”, είπε σε μια συνέντευξη που έδωσε λίγο καιρό προτού τον βρει ο θάνατος, που τον αντιμετώπισε με γενναιότητα. Διάβαζα για τις ανάγκες αυτής της σκιαγραφίας ένα τυχαίο κείμενό του. Σε κάθε φράση υπήρχαν οι λέξεις “ποιόν”, “ποιότητα”, “ποιοτικός”. Τον ενδιέφεραν οι επιλεκτικές διαδικασίες, τα ποιοτικά κριτήρια, οι διαλεκτικές κατηγορίες. Και σ’ αυτές στήριζε την άνοδο, την προκοπή, την πρόοδο του ελληνισμού, που ήταν ο άσβεστος πόθος του. Ο Κ. Καλλιγάς όσο κι αν φαινόταν κατασταλαγμένος, γιατί ήξερε που να ακουμπήσει, ήταν εντούτοις ένα ανήσυχο πνεύμα. Ερευνητικό και κριτικό μαζί. Θετικό ήταν το πέρασμά του από το Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο των Δελφών, του οποίου υπήρξε Πρόεδρος, όπως εποικοδομητική ήταν και η συμβολή του στο Ελληνικό Ινστιτούτο Άμυνας και Εξωτερικής Πολιτικής. Οι ανησυχίες του φαίνονται σε πολλά κείμενά του, που είναι διασκορπισμένα εδώ και εκεί. “Ο δημοσιογράφος, έγραψε κάποτε, ενδέχεται να έχει παράγει ένα έργο ποιοτικώς ανώτερο, ποσοτικώς περισσότερο, κοινωνικά σημαντικότερο και πνευματικά αξιολογότερο από το έργο των άλλων εκείνων εργατών του πνεύματος και του καλάμου. Το έργο αυτό μένει συνήθως σκόρπιο. Και αυτό είναι μια αδικία. Αλλά εκείνοι που από πάθος, από ταλέντο, από μεράκι, αν θέλετε, άσκησαν αυτό το επάγγελμα, ποτέ δεν σκέφθηκαν την υστεροφημία τους. Και θα έπρεπε κάποτε ορισμένα κείμενα, ιδίως των παλαιότερων και διαπρεπέστερων, να συγκεντρωθούν σε τόμους. Θα ωφεληθεί η ελληνική κοινωνία και θα προήγετο η ιστορία”. Μήπως, αγαπητοί φίλοι, στις περιπτώσεις αυτές συγκαταλέγεται και ο Κωνσταντίνος Καλλιγάς; Ένα απλό ερώτημα θέτω: Μήπως;
Ο Κ. Καλλιγάς είχε από νωρίς ενστερνιστεί την ευρωπαϊκή ιδέα, όπως την προωθεί η Ένωση Ευρωπαίων Δημοσιογράφων. Ήταν από τους πρώτους που συμμετείχαν σ’ εκείνη τη Γενική Συνέλευση, που πραγματοποιήθηκε το 1975 με πρωτοβουλία του Τάκη Λαμπρία. Η πρωτοβουλία εκείνη επαναδραστηριοποιήθηκε το 1981 και το 1982 δημιουργήθηκε το Ελληνικό Τμήμα της Ένωσης Ευρωπαίων Δημοσιογράφων, του οποίου πρώτος Πρόεδρος από το 1982 ως το θάνατό του, το 1993, υπήρξε ο Κ. Καλλιγάς. Τη χρονιά που πέθανε (ενόσω ζούσε όμως), προτάθηκε για το ετήσιο βραβείο της ΕΕΔ, αλλά τον βρήκε ο θάνατος. Όταν ήρθε η ώρα της απόφασης και της απονομή, το βραβείο, του δόθηκε ως να ήταν “εν ζωή”.
Στο όνομά του και με το όνομά του, το Ελληνικό Τμήμα της ΕΕΔ έχει θεσπίσει ένα βραβείο, για την απονομή του οποίου γίνεται η σεμνή αυτή τελετή.