Γράφει ο Γιώργος Δήμος
Ο όρος «avant-garde» στη μουσική συνδέεται, αναπόφευκτα, με το κίνημα του Μοντερνισμού στην τέχνη και πολλές φορές (λανθασμένα, σύμφωνα με κάποιους κριτικούς) χρησιμοποιείται εναλλάξ με εκείνον της «πειραματικής» μουσικής. Η «avant-garde» μουσική βρίσκεται πάντα στις επάλξεις (όπως, άλλωστε, φανερώνει και η ονομασία της, που προέρχεται από ένα γαλλικό στρατιωτικό όρο, που σημαίνει «εμπροσθοφυλακή»), όσο αφορά την καινοτομία και την εφευρετικότητα, ενώ, κρατώντας μία κριτική στάση απέναντι στη «mainstream» ή την ποπ μουσική, θεωρείται πως υπάρχει έξω από τη σφαίρα της παράδοσης αυτής.
«Εγκεφαλική» και «στρατιωτικά» οχυρωμένη απέναντι στις παροδικές μόδες της κάθε εποχής, η «avant-garde» μουσική δεν είναι για όλους, στοχεύοντας συχνά σε ένα (περιορισμένο) κοινό με υψηλή μόρφωση και μουσική παιδεία, μια «ελίτ», δηλαδή, του καλλιτεχνικού πνεύματος. Για τους φίλους της μουσικής, έστω κι αν η «avant-garde» δεν είναι η πρώτη τους επιλογή, υπάρχουν μερικά σχήματα και συνθέτες που δεν θα έπρεπε, σε καμία περίπτωση, να λείπουν από τις μουσικές τους λίστες:
John Cage (1912-1992)
Όταν κάποιος χρησιμοποιεί τον όρο «avant-garde», αναφερόμενος στη μουσική, είναι αδύνατον να μην περάσει από το μυαλό του το όνομα του πρωτοπόρου Αμερικανού συνθέτη, John Cage. Μαθητής του Henry Cowell και του Arnold Schoenberg, ο Cage ηγήθηκε του «avant-garde» κινήματος στη μεταπολεμική κλασική μουσική, με συνθέσεις όπως τις: «Bacchanale» (1938), «Sonatas and Interludes» (1946-48), «Music for Marcel Duchamp» (1947), «Music of Changes» (1951) και το διαβόητο, «4’33”» (1952), που αποτελείται από τεσσεράμισι λεπτά απόλυτης ησυχίας, με επιρροές από τον Ζεν Βουδισμό και το κίνημα του Μοντερνισμού στη Δύση. Ο Cage ασχολήθηκε, εκτός από τη συμφωνική μουσική (χρησιμοποιώντας κλασικά μουσικά όργανα με τελείως ανορθόδοξους τρόπους) και με το μοντέρνο χορό, κυρίως εξαιτίας του Merce Cunningham, με τον οποίο υπήρξε ζευγάρι για μεγάλο μέρος της ζωής του.
Διαβάστε τη συνέχεια στο ArtViews.gr